Το blog αυτό δημιουργήθηκε για τις λατρευτικές λειτουργίες της μονής,τους εορτασμούς αλλά και ενημερωτικές επιστολές από τον Ηγούμενο Αρχιμανδρίτη π. Γαβριήλ Νικηφορίδη προς όλους τους πιστούς όπου βρίσκονται εκτός πατρίδος αλλά και για όλους τους πιστούς.Η Αγάπη μου για την ορθοδοξία και την Αγία Κυριακή που μου έσωσε την ζωή πριν πολλά χρόνια μου έδωσε την αφορμή να βοηθήσω(αφιλοκερδός) τον Ηγούμενο και τους αδελφούς μοναχούς να σας μεταφέρω διάφορα θέματα όπως:ηχογραφήσεις,βίντεο,φωτογραφίες,γνώσεις και ιστορίες αληθινές..Mιας και οι ίδιοι,οχι μόνο δεν κατέχουν κομπιούτερ αλλά δεν έχουν και καμία σχέση με το διαδίκτυο,κτλ..
Ο συγγραφέας του blog Βασίλειος Β.

11 Νοεμβρίου 2013

Οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ

Καλημέρα και καλή Κυριακή αγαπητοί φίλοι !
Χρόνια πολλά σε όσους ονομάζονται Αγγελος,Μιχαήλ και Γαβριήλ.


ΣΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΕΥΛΟΓΙΕΣ ΤΟΥ ΕΔΩ ΚΑΙ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΤΟΥ ΕΔΩΣΕ ΦΩΤΙΣΗ ΣΕ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΛΛΩΝ ΣΥΝΑΝΘΡΩΠΩΝ ΜΑΣ..ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΛΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΠΑΤΕΡ ΓΑΒΡΙΗΛ..ΕΥΛΟΓΕΙΤΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΟΛΟ!



Λίγα λόγια για τους αρχάγγελους Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Η Εκκλησία μας σήμερα 8 Νοεμβρίου γιορτάζει τη σύναξη (πανήγυρη) των Παμμέγιστων αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ, καθώς και των υπολοίπων Ασωμάτων και Ουράνιων Αγγελικών Ταγμάτων. Η Αγία Γραφή, αναφέρει σε πολλά σημεία την επικοινωνία των ανθρώπων με τους αγγέλους και ιδιαίτερα με τους επικεφαλείς των αγγελικών ταγμάτων Μιχαήλ και Γαβριήλ
Οι άγγελοι δεν γνωρίζουν πόνο και δυστυχία, αμφιβολίες και φόβους, αρσενικό και θηλυκό, αλλά τους χαρακτηρίζει η ομορφιά, η αγάπη και η αέναη ζωή. Οι άγιοι άγγελοι εμφανίζονται στους ανθρώπους κάθε φορά που ο Θεός θέλει να γίνει το θέλημά του.

Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ και ο Αρχάγγελος Γαβριήλ παρουσιάζονται συνήθως με σπαθί ή σκήπτρο στο δεξί χέρι, σύμβολο της εξουσίας που τους χάρισε ο Θεός. Στο αριστερό χέρι κρατούν πολλές φορές μια σφαίρα που συμβολίζει τον κόσμο.
Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είναι άγγελος, δηλαδή κτιστό, αόρατο και τέλειο πνεύμα, το οποίο δεν το περιορίζει ούτε ο χρόνος, ούτε ο χώρος.
Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ είναι ο μόνος που ονομάζεται αρχάγγελος κατά την Αγία Γραφή. (Ιούδας 9) Επίσης ονομάζεται «ένας των πρώτων αρχόντων» και «άρχων». (Δανιήλ 10:13, 21) Το όνομά του σημαίνει «Ποιος Είναι Όμοιος με τον Θεό;». Είναι άγγελος ο οποίος εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, κυρίως, και μάλιστα στις πρώτες στιγμές της δημιουργίας του Κόσμου: όταν ο Εωσφόρος - που κατείχε την ύψιστη θέση στην κτιστή τελειότητα και το όνομά του σημαίνει «αυτός που φέρει το φως» - επικεφαλής μικρής ομάδας στασιαστών αγγέλων (οι μετέπειτα δαίμονες) που ήθελαν να μην υπακούουν στις διαταγές του Θεού επαναστατεί, τότε ο Άγγελος Μιχαήλ αναλαμβάνει σημαντικό ρόλο στην υποστολή της ανταρσίας του, κερδίζοντας έτσι τον τίτλο του Αρχάγγελου.
Πιστεύεται ότι ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ εκείνος ο άγγελος ο οποίος εμφανίζεται στις Εβραικές Γραφές(Παλαιά Διαθήκη), και μάλιστα από τις πρώτες στιγμές δημιουργίας του κόσμου. Ήταν εκείνος που ανήγγειλε στον Αβραάμ την ανάγκη θυσίας του γιου του, Ισαάκ και ο οποίος στη συνέχεια την απέτρεψε. Επίσης ο Μιχαήλ ήταν εκείνος που οδήγησε το λαό του Ισραήλ στη φυγή από την Αίγυπτο.
Στην Καινή Διαθήκη, αυτός είναι που θα αναγγείλει τη δεύτερη έλευση του Ιησού Χριστού και την αρπαγή της εκκλησίας Του. (1 Θεσσαλονικείς 4:16-17)είναι παρών και στον Ιησού του Ναυί, την πτώση της Ιεριχώς, καθώς και τις ιστορίες του Εμμανουήλ, Δαβίδ, Ηλία κτλ. Πάντοτε κρατά ρομφαία, η οποία δίνει την πύρινη τιμωρία στους εχθρούς του Θεού.                                                                                                                                                                                                                  Όμως, τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, τον συναντάμε στην κάθοδο του Χριστού στον Άδη, όπως επίσης και στην Αποκάλυψη του Ιωάννη, όπου επικεφαλής των Αγγέλων πολεμά το Σατανά.  Εμφανίζεται προφητικά να ηγείται στρατιάς αγγέλων σε πόλεμο στον ουρανό, κατά «του μεγάλου Δράκοντα, του αρχαίου φιδιού, του Σατανά» και των αγγέλων του, όπου υπερισχύει ο Μιχαήλ και τους ρίχνει στη γη. (Αποκάλυψη 12:7-9)
Επίσης ο αρχ. Μιχαήλ θεωρείται από το λαό ότι είναι ο ψυχοπομπός άγγελος, δηλ. μεταφέρει τις ψυχές στον ουρανό. Μάλιστα σε ορισμένες περιοχές, όπως τη Θράκη, υπάρχουν κάποιες προλήψεις και ο κόσμος δεν αφήνει τη μέρα αυτή τα παπούτσια του έξω από το σπίτι, για να μην τα δει ο Αρχάγγελος και «ενθυμηθεί αυτούς και αναλάβει εκ της ζωής».
Στη Σύμη, το ακριτικό νησί των Δωδεκανήσων, ο Ταξιάρχης είναι ο προστάτης των ναυτικών και του προσφέρονται τάματα που τα ρίχνουν στη θάλασσα.
Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ (Ταξίαρχος και Αρχιστράτηγος) είναι ο Προστάτης Άγιος της Πολεμικής Αεροπορίας και η μνήμη του γιορτάζεται με κάθε μεγαλοπρέπεια σε όλες τις Μονάδες της Πολεμικής Αεροπορίας.
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι ένας από τους απροσμέτρητους αγγέλους. Το όνομά του σημαίνει «ήρωας του Θεού» και είναι ένας από τους λίγους αγγέλους που ονοματίζονται στην Αγία Γραφή.
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι ο άγγελος που εμφανίστηκε στο προφήτη Δανιήλ. Στην γυναίκα του Μανωέ, και της αναγγέλλει πως θα γεννήσει τον Σαμψών. Στον Ιωακείμ και τηνΑννα, και τους αναγγέλλει πως θα γεννήσουν την Παναγία. Στον ιερέα Ζαχαρία, πως θα γεννήσει τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο.                                                               Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είναι αυτός με τον οποίο συνδέονται όλα τα γεγονότα που έχουν σχέση με την γέννηση του Χριστού, είναι εκείνος που "τό προσταχθέν μυστικώς λαβών εν γνώσει" και έδωσε τον κρίνο στην Παναγία και της ανακοίνωσε ότι θα γεννήσει το Γιο του Θεού.
Αυτός ήταν που έτρεφε με ουράνιο άρτο την Παναγία, μέσα στα Αγια των Αγίων , αλλά ήταν και ο άγγελος που έφερε το χαρμόσυνο μήνυμα στην Παναγία περί της γεννήσεως του Ιησού Χριστού. Αυτός καθησύχασε τους φόβους του Ιωσήφ. Αυτός παρουσιάστηκε στους βοσκούς. Αυτός είπε στον Ιωσήφ, να πάρει την Μαρία και το βρέφος και να φύγει στην Αίγυπτο και ύστερα από καιρό, να επιστρέψει στη γη του Ισραήλ. Αυτός υπηρέτησε μέχρι τέλους το μυστήριο της ενσάρκου οικονομίας του θεού Λόγου.
Στα νεώτερα χρόνια στον Ιερό Ναό του Πρωτάτου, στις Καρυές του Αγ.Ορους εμφανίστηκε ο Αρχάγγελος Γαβριήλ σε έναν μοναχό και μπροστά στην εικόνα της Παναγίας άρχισε να ψάλλει το  "Αξιον Εστί".Του μοναχού του άρεσε αυτός ο ύμνος, αλλά στεναχωρέθηκε γιατί θα το ξεχνούσε. Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ όμως με το δάχτυλό του χάραξε τον ύμνο πάνω σε μαρμάρινη πλάκα. Έτσι η εικόνα της Παναγίας ονομάστηκε «Αξιον Εστί» και υπάρχει μέχρι σήμερα η θαυματουργική αυτή εικόνα της Παναγίας «Άξιον Εστί» υπενθυμίζοντάς μας ότι η ύπαρξη των αγγέλων είναι μία πραγματικότητα, καθώς και ο ίδιος ο Αρχάγγελος Γαβριήλ.
Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ τιμάται από την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία στις 26 Μαρτίου, στις 13 Ιουλίου, καθώς επίσης και στις 8 Νοεμβρίου, μαζί με τον Μιχαήλ (η Σύναξη αυτών) και αποτελούν το δεύτερο από τα εννέα τάγματα ασωμάτων .                                                                                                                

06 Νοεμβρίου 2013

Διδακτικές ιστορίες με τον Γέροντα Φιλάρετο

Κάποτε λοιπόν είχε επισκεφθεί την Ι. Μονή Κωνσταμονίτου ένας έφεδρος Αξιωματικός κατά το 1950. Ο Παπά – Φιλάρετος τον φώναξε από μακριά με το όνομα του και του είπε και μια περιπέτεια που είχε, τον συμβούλευσε και τον παρηγόρησε. Ο Αξιωματικός τα’χασε! Είχε συγκλονισθεί από το διορατικό χάρισμα του Γέροντα και του είπε με ευλάβεια:
-Γέροντα θα γίνω Μοναχός, μόλις απολυθώ
Ο πατήρ απάντησε:
-Να γίνεις παιδί μου, αλλά όχι σ’αυτό το Μοναστήρι, γιατί θα σου συμβεί πειρασμός μετά από τρία χρόνια με τον Γραμματέα.
Ο Γέροντας προέβλεπε και μετά από τρία χρόνια έναν πειρασμό που θα συναντούσε!
Όταν λοιπόν ο αξιωματικός απολύθηκε από τον Στρατό ο Παπα – Φιλάρετος τον συμβούλευσε και τον έστειλε σε άλλη Μονή, όπου και έγινε Μοναχός. Αλλά κάθε μήνα πήγαινε και συμβουλευόταν τον άγιο Γέροντα. Μια μέρα που τον είχε επισκεφθεί, τον βρήκε καθισμένο σε μια άκρη του κελλιού του τον Παπα-Φιλάρετο να πιάνει το κεφάλι του. Ο Πατήρ Ανανίας ( ο πρώην αξιωματικός) με πόνο τον αγκάλιασε και τον ρώτησε:
-Τί έχεις Γέροντα; Τί έπαθες;
Και ο Γέροντας απήντησε στενοχωρημένος:
-Τέκνον μου, Ανανία, ουδένα πειρασμό είχα σήμερα, εγκατέλειψις Θεού!
Ο Αθλητής του Χριστού Παπα – Φιλάρετος ήθελε να παλεύει κάθε μέρα με τους πειρασμούς για να στεφανώνεται από τον Χριστό!
Άλλη φορά πάλι είχε ιδεί έναν λαϊκό και του λέει:
-Ε κακομοίρη μου, εσύ δεν πάσχεις από σωματική αρρώστια. Άδικα καταξοδεύτηξες στους γιατρούς. Εσένα ο σερσέμης (δηλ. ο δαίμονας) σε βασανίζει.
Εκείνος του είπε:
-Κάνε προσευχή Γέροντα, να απαλλαχτώ
Και ο Παπα – Φιλάρετος του απάντησε:
-Θα κάνω εγώ προσευχή παιδί μου αλλά και εσύ να νηστέψης, γιατί έτσι μόνο φεύγει το δαιμόνιο, με νηστεία και προσευχή, το είπε ο Χριστός μας.
Ο βασανισμένος άνθρωπος έκανε υπακοή και έγινε καλά με την νηστεία που έκανε ο ίδιος και την νηστεία και προσευχή του Αγίου Γέροντα.
Στα τελευταία του πια ο Παπά – Φιλάρετος είχε ωριμάσει πνευματικά και γνώριζε όχι μόνο τις καρδιές και τους λογισμούς των ανθρώπων, αλλά ακόμη και στις τσέπες τι είχαν!
———————————————————————————
Μια μέρα είχε περάσει από τη Μονή Κωνσταμονίτου ένας Κληρικός, να πάρει την ευχή του Γέροντα και να τον συμβουλευτεί. Ήθελε να μείνει στο Άγιον Όρος. Ο Παπα – Φιλάρετος, αφού του απήντησε στα θέματα που του ανέφερε, και σε άλλα, πριν να του τα πει ο Κληρικός, του είπε και τι να κάνει τα χρήματα που είχε στις τσέπες του, και το ποσό ακριβώς των χρημάτων που είχε! Ο Κληρικός τα ‘χασε και δόξασε τον Θεό, που γνώρισε Γέροντα και στην εποχή μας σαν τους Γεροντάδες της παλιάς εποχής!
Όταν πια γέρασε ο Παπα – Φιλάρετος αρρώστησε λίγο γιατί οι σωματικές του δυνάμεις τον είχαν εγκαταλείψει. Οι Πατέρες της Μονής από αγάπη τον ανάγκασαν να πάει σε Νοσοκομείο στη Θεσσαλονίκη, για να εξετασθεί. Ο Γέροντας δεν κατάλαβε πως βρέθηκε στο Νοσοκομείο γιατί ήταν ζαλισμένος και από το ταξίδι, εκτός από την εξάντληση που είχε. Όταν συνήλθε, βλέπει για μια στιγμή να έρχονται οι νοσοκόμες και να τον πλησιάζουν. Ο Παπα Φιλάρετος μόλις τις είδε στα άσπρα ντυμένες και με εκείνα τα καπελάκια, νόμιζε οτι είναι Άγγελοι με φωτοστέφανα και από ευλάβεια έκρυβε το πρόσωπο του με το σεντόνι. Όλοι γύρω του τα ‘χασαν και θαύμασαν για την καθαρότητα του Γέροντα! Ο Προηγούμενος Συμεών ο Φιλοθεΐτης ήταν και αυτός δίπλα του τότε, ο οποίος και μου το διηγήθηκε.
Τον μετέφεραν μετά στην Μετάνοια του, και ανεπαύθη εν Κυρίω. Την ευχή του να έχουμε. Αμήν
Από το βιβλίιο του Γέροντος Παϊσίου “Αγιορείτες Πατέρες και Αγιορείτικα”
Η ανταπόδοση της ευεργεσίας
Η αγάπη του παπα-Φιλάρετου , του ηγούμενου της Ι. Μονής Κωνσταμονίτου δεν περιοριζόταν μόνο στα έμψυχα. Απλωνόταν πιο πέρα , στα άψυχα, στα ζώα , στην φύση, αυτήν την συμπάθεια προς την άλογη , φύση την παρατηρούμε σαν ένα χαρακτηριστικό στοιχείο, στην χαρισματική ζωή των εκλεκτών δούλων του Θεού.
Μια μέρα έξω από το κελλί του γέροντα γινόταν μεγάλος θόρυβος. Δύο χελιδόνια είχαν αρχίσει μεταξύ τους σφοδρή μονομαχία! Ο γέροντας ανησύχησε. Βγαίνει έξω και αντικρίζει θέαμα θλιβερό. Το ισχυρότερο χελιδόνι χτυπούσε με το ράμφος του το άλλο και το μαδούσε κυριολεκτικά. Χωρίς να χάσει καιρό το έδιωξε, πήρε στοργικά στα χέρια του το χτυπημένο και το γλύτωσε. Το περιποιήθηκε και το αποτέλεσμα ήταν το χελιδόνι να ζήσει.
Από τότε , όπως το λιοντάρι του αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτου ακολουθούσε τον άγιο παντού δείχνοντας την ευγνωμοσύνη του και την αφοσίωση του , έτσι και το χελιδόνι! Πετούσε μπροστά του , έκανε τα φτερουγίσματα του , τα παιχνίδια του , κελαϊδούσε.
Μια μέρα ο γέροντας είχε βγεί λίγο έξω, είτε για να θαυμάσει τον Θεό «εν τοις έργοις Αυτού» είτε για να προσευχηθεί στην ησυχία. Το χελιδόνι , πιστός φίλος και σύντροφος, πετούσε χαρούμενα κοντά του.
Ο γέροντας κάθισε σ’ ένα αλώνι, λίγο πιο πέρα από το μοναστήρι, και χωρίς να το καταλάβει, αποκοιμήθηκε. Αλλά ξαφνικά το χελιδόνι άρχισε να πετάει ορμητικά πάνω από το κεφάλι του τιτιβίζοντας έντονα, σαν να ήθελε να τον ξυπνήσει και να επισημάνει κάποιο κίνδυνο.
Πράγματι! Όταν ο γέροντας ξύπνησε, τι να δει: Λίγο πιο πέρα , ένα μεγάλο ερπετό…Ο συνοδός του είχε κάνει με την σειρά του το δικό του έλεος στο ελεήμονα γέροντα.

Γέροντας Φιλάρετος Κωνσταμονίτης




Ο Γέροντας Φιλάρετος – πρώην Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Κωνσταμονίτου
 ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

 Tα δύο συνεχόμενα έτη, 2012 και 2013, είναι για ένα άξιο τέκνο της Ημαθίας επετειακά.
…….Αναφερόμαστε στον Όσιο Γέροντα Φιλάρετο τον Κωνσταμονίτη, που γεννήθηκε στο χωριό που τότε ονομαζόταν Τσιόρνοβο, η σημερινή Φυτειά, το κεφαλοχώρι αυτό του Βερμίου.Το 1912, στις 26 Οκτωβρίου, την ημέρα του Μυροβλύτη πολιούχου της Συμβασιλεύουσας Θεσσαλονίκης, και ενώ η πόλη πανηγύριζε την απελευθέρωσή της από τον Οθωμανικό ζυγό, από τον αρχιστράτηγο και ελευθερωτή Κωνσταντίνο, διάδοχο τότε του βασιλικού θρόνου της φιλτάτης πατρίδας μας Ελλάδας, ο εικοσάχρονος περίπου Αντώνιος Μάστορας, που μόλις είχε επιστρέψει από την Αμερική με πλοίο στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, αναχωρούσε για το Περιβόλι της Παναγίας. Με  το ίδιο καράβι επέστρεφαν στην πατρίδα Ελλάδα και άλλοι συνομήλικοι. Εκείνοι θα γύριζαν στην οικογενειακή θαλπωρή, αλλά ο Αντώνης από καιρό το σχεδίαζε και τώρα έβαζε σε εφαρμογή να φύγει στο Άγιο Όρος και να γίνει μοναχός. Πού έμαθε ο Αντώνης για τον ιερό Άθωνα και τι τον έκανε να αναχωρήσει για εκεί ποτέ δεν θα το μάθουμε πλέον. Ποτέ ο ίδιος δεν το φανέρωσε. Ήταν κάποιο όραμα, μήπως ήταν εμφάνιση της Θεοτόκου, γνώρισε κάποιον αγιορείτη γέροντα; Μόνο εκείνος το ήξερε. Ποτέ δεν αναφέρθηκε σε αυτό. Μεταφορικό μέσο για το Άγιο Όρος μέχρι την Αρναία της Χαλκιδικής δεν ξερουμε. Από εκεί και πέρα στοίχισε έναν χαλκιδικιώτη αγωγιάτη, φόρτωσαν την βαλίτσα του στο υποζύγιο, και ξεκίνησαν ένα ταξίδι, που για τον Αντώνη δεν θα είχε γυρισμό.Ήταν 26 Οκτωβρίου 1912 όταν ο Αντώνης εγκατέλειπε την επίγεια πατρίδα, για τον επίγειο Παράδεισο, το Περιβόλι της Παναγίας.
…….Στις 28 Ιανουαρίου/10 Φεβρουαρίου 1963 ο αρχιμανδρίτης Φιλάρετος αναχώρησε για την αιώνια πατρίδα, τον ουρανό. Στα 51 αυτά έτη επίγειας βιοτής ένας ακόμα άγιος ανδρώθηκε στο Άγιο Όρος. Κατά το έτος 1890, στο χωριό του Βερμίου Τσιόρνοβο, ο Γεώργιος Μάστορας και η Αικατερίνη Στεργίου έφεραν στον κόσμο ένα αρσενικό παιδί, που έλαβε το όνομα Αντώνιος κατά το άγιο βάπτισμα. Στην ηλικία των 22 ετών, ο Αντώνης, με εντολή του μεγαλομάρτυρα στρατηλάτη της Συμβασιλεύουσας, του μυροβλύτη Αγίου Δημητρίου, εγγράφεται ως δόκιμος στο Μοναστήρι του Αγίου Στεφάνου, στο άγιο όρος του Άθωνος.


Το μοναχολόγιο της Αγιορείτικης και άκρως ασκητικής Μονής Κώνσταμονίτου, αναφέρει: «έγεννήθη εις το χωρίον Φυτιά Βερροϊας της Μακεδονίας κατά το έτος 1890 εκ πατρός Γεωργίου Μάστορα και μητρός Αικατερίνης Στεργίου. Βαπτισθείς δε ώνομάσθη Αντώνιος. Έκοινοβίασε εν τη Ιερά ημών μονή τον Νοέμβριον του 1912 και έκάρη μοναχός μεγαλόσχημος τον Απρίλιον του έτους 1921 και πρεσβύτερος τον Όκτώβριον του 1924. Εξελέγη ως Καθηγούμένος τον Μάρτιον του 1949 και έγκαθιδρϋθη την 21ην Μαΐου. Τη 28η Ιανουαρίου 1963, ήμερα Κυριακή, μνήμη του Οσίου Έφραίμ του Σύρου, έκοιμήθη εν Κυρίω κατά την ώραν πού ανεγινώσκετο ακριβώς ό Αμωμος…».
Ο ίδιος  αναγκάστηκε από τα πρώτα του νεανικά χρόνια νε εργαστεί  για κάποιο χρονικό διάστημα  στην Αμερική. Επέστρεψε στην Ελλάδα και βρέθηκε στό λιμάνι της Θεσσαλονίκης την ήμερα πού παραδίνονταν από τους Τούρκους στους Έλληνες. Προσκύνησε στον τάφο του Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου, ό όποίος του εμφανίστηκε στον ύπνο και του είπε  να μη γυρίσει στη Φυτιά αλλά να πάει στο Αγιον “Ορος για να γίνει μοναχός. Για να μπει στο Όρος ζήτησε τη βοήθεια ενός αγωγιάτη, ό όποιος μετέφερε τα πράγματα του. “Οταν στάθμευσαν στην πρώτη μονή (τη Μονή Κωνοταμονίτου), ό νεαρός Αντώνης έδωσε όλα τα μπαγκάζια πού είχε από την Αμερική, όλο το κομπόδεμα του, ακόμη και τα ρούχα πού φοροϋσε στον αγωγιάτη και τον έστειλε πίσω. Με τέτοιο ευλογημένο ξεκίνημα, χωρίς ορθολογισμούς καϊ υπολογισμούς και «συμβολαιογραφικές πράξεις» μπήκε ό ευλαβής νέος οτό μοναστήρι. Χωρίς να το γνωρίζει, γνωρίζοντας μόνον πώς θέλει να ζήσει κατά Θεόν!
Χρειάστηκε ως αρχάριος να δουλέψει σε μετόχια εκτός “Ορους.
Αρρώοτησε μάλιστα έκεί άσχημα κι έκαμε 6 μήνες σε προφυματικά στάδιο αλλά ή επέμβαση του ιδιαίτερου προστάτου της Μονής του, του Αγ. Πρωτομάρτυρας Στεφάνου, τον άπεκατέστησε υγιή και άφησε τους ιατρούς θαυμάζοντες να λέγουν «Έχει πνεύμονες παιδιού 3 ετών».
Αφότου χειροτονήθηκε ιερέας δεν σταμάτησε να λειτουργεί κάθε μέρα. Αδιάκοπα, ακούραστα, ταπεινά, ασταμάτητα. Μέρα χωρίς λειτουργία του φαινόταν νεκρή. “Οταν ξέσπασε φωτιά στο δάσος παρακείμενης Μονής πήρε και λιτάνευσε την εικόνα της Παναγίας στα όρια του δάσους της Κωνσταμονίτου με αποτέλεσμα ή φωτιά να φθάσει μέχρι τα έκεί καί να σβήσει μόνη της. Αρκετά περιστατικά αποδεικνύουν καί την χάρη της προόρασης πού είχε λάβει ό Γέροντας. Την ήμερα πού θα πέθαινε ή αδελφή του στη Φυτιά, είπε στους πατέρες της Μονής: «Πατέρες να προσευχηθούμε για την αδελφή μου, σήμερα αναχωρεί…».
Ως πνευματικός έβαζε μονίμως τον ϊδιο κανόνα σε όλους: Να διαβάζουν τους χαιρετισμούς της Παναγίας, τουλάχιστον μία φορά την ήμερα με ένα κερί αναμένο μπρος στην εικόνα Της. «Μάλωνε» τα καλογεράκια του λέγοντας «Γιατί δεν αγαπάτε την Παναγία;». Μάλιστα κάποτε του εξομολογήθηκε ένας Βούλγαρος μοναχός πού μιλούσε σπαστά ελληνικά, αλλά ό κανόνας ήταν ϊδιος: να διαβάζει τους Χαιρετισμούς της Παναγίας! Ό Βούλγαρος μοναχός έδειξε το σλαβόφωνο βιβλίο του στον Γέροντα για να του υποδείξει τους Χαιρετισμούς. Ό Γέροντας υπολογίζοντας από τα άρχιγράμματα και τους τίτλους κατάλαβε σε ποιο σημεϊο εΐναι και για να το επιβεβαιώσει ρώτησε να του μεταφράσει, ό μοναχός, τϊ έγραφε στο συγκεκριμένο σημείο. Ό Βούλγαρος είπε «Πήραν χαμπάρ’ οι τσομπάνιδες…». Κι ό Γέροντας γελώντας συμφώνησε, λέγοντας «καλά, καλά αυτό είναι!». Επρόκειτο βεβαίως για τον στίχο των Χαιρετισμών «Ήκουσαν οι ποιμένες…»!
Ό νους του ήταν απλοϊκός και συνεπώς αδέσμευτος στο να ανέρχεται οτόν ουρανό. Το ανάστημα του κοντό και συνέβαλε στην ταπείνωση του. Το τέλος του ήταν ήσυχο. Στό κρεβατάκι του λίγο ταλαιπωρημένος από όσα παραχώρησε ό Κύριος,την ώρα του “Ορθρου, τη στιγμή που άναγινώσκονταν ό Άμωμος εξέπνευσε ήρεμα και αθόρυβα. Ό ηγούμενος της Διονυσίου, ό πολύς Γέροντας Γαβριήλ, διαμαρτυρήθηκε πού δεν ειδοποιήθηκε για την έξόδιο ακολουθία. Έσκυψε όμως στον φρέσκο τάφο του Γέροντα και στο μαντηλάκι του πήρε χώμα μαζί του για ευλογία! Τέτοιας φήμης και σεβασμού έτυχε ό Γέροντας Φιλάρετος ό συντοπίτης μας…

Στή φωτογραφία πού παραθέτουμε ό Γέροντας Φιλάρετος είναι φωτογραφημένος στο φωτογραφείο των Καρυών του Αγίου Όρους με τον αδελφό του Θωμά. Στόν βίο του Γέροντα, πού κυκλοφορεί στις θαυμάσιες εκδόσεις της Μονής Παρακλήτου «Σύγχρονες Αγιορείτικες Μορφές», αναφέρεται πώς πήγαινε τακτικά ό Θωμάς και έβλεπε τον Γέροντα Φιλάρετο. Μιά φορά όμως είχε κακό σκοπό: θέλησε να ξεγελάσει τον Γέροντα, να τον πάρει μαζί του για να δει και να μεταλάβει τάχα την γριά μητέρα τους, αλλά με άπώτερο σκοπό να τον εξαναγκάσουν οί Φυτιώτες να παραμείνει ως εφημέριος του χωρίου τους! Το βράδυ πού έπεσε να κοιμηθεί ό Θωμάς στο μοναστήρι, εμφανίστηκε αγριεμένος ό Αγ. Πρώτομάρτυς Στέφανος και τον επέπληξε αυστηρότατα για το δόλο του. Την επόμενη ήμερα τρομαγμένος ό Θωμάς αποκάλυψε την υπόθεση οτόν αδελφό του. Μόνον έκαμαν τον κόπο να βγάλουν την φωτογραφία αυτή για να τη στείλουν στη μητέρα τους. Κι ή φωτογραφία αυτή περιήλθε στα χέρια μας μετά από προσφορά της κόρης του Θωμά, ήδη κεκοιμημένης και αυτής, της Αικατερίνης.
Αξίζει βεβαίως να γίνουν περισσότερες ενέργειες και καταγραφές για να μαθευτούν όσο το δυνατόν περισσότερα για τον θεοφόρο συμπολίτη μας, ό όποΐος ευελπιστούμε, ότι εύχεται και για την ιδιαίτερη πατρίδα του και τους χοϊκούς συμπολίτες του.(Κείμενο διασκευασμένο)
ΠΗΓΗ

Βιογραφία π. Τύχωνα

O Παπα - Τυχών γεννήθηκε στη Ρωσία, στη Νόβια Μιχαλόσκα το 1884. Οι γονείς του, ο Παύλος και ή Ελένη, ήταν ευλαβείς άνθρωποι, και επόμενο ήταν και ο καρπός τους, ο Τιμόθεος κατά κόσμον, να έχη κληρονομική την ευλάβεια και την αγάπη προς τον Θεό και να θέλη να αφιερωθή στον Θεό από μικρό παιδί.
Έβλεπαν οι γονείς τον μεγάλο θείο ζήλο του παιδιού τους, αλλά δίσταζαν να του δώσουν την ευχή τους να πάη σε Μοναστήρι, επειδή το έβλεπαν εύσωμο και με ζωηρή φύση. Ήθελαν να ωρίμαση και στην σκέψη και μετά να αποφασίση μόνος του ο Τιμόθεος. Του έδωσαν όμως ευλογία να επισκέπτεται τις Μονές το διάστημα των τριών ετών, από δέκα επτά μέχρι είκοσι χρονών. Τότε έκανε τα μεγάλα και ατέλειωτα προσκυνήματα στα Μοναστήρια της Ρωσίας και πέρασε περίπου από διακόσιες Μονές. Στα Μοναστήρια πού πήγαινε, παρόλο πού ήταν κατάκοπος και εξαντλημένος από την οδοιπορία του, απέφευγε με τρόπο την φιλοξενία, για να ασκείται ο ίδιος και να μην επιβαρύνη τους άλλους.
Σε μια επαρχία όμως είχε ταλαιπωρηθή πολύ, γιατί οι κάτοικοι εκεί έτρωγαν ψωμί από βρίζα (σίκαλη). Επειδή δε ο Τιμόθεος δεν έτρωγε τίποτε άλλο εκτός από ψωμί, και το ψωμί της σίκαλης έχει συνήθως μια άσχημη μυρωδιά και είναι σαν λάσπη, δεν μπορούσε να το φάη. Γι' αυτό είχε εξαντληθή ο νέος. Πηγαίνει λοιπόν στον φούρναρη, από τον όποιο είχε ζητήσει και άλλη φορά, να τον ξαναπαρακαλέση για λίγο άσπρο ψωμί, επειδή νόμιζε ότι θα έχη για τον εαυτό του καλό ψωμί. Εκείνος όμως, μόλις είδε τον Τιμόθεο από μακριά ακόμη, του είπε να φυγή.
Λυπημένος και εξαντλημένος όπως ήταν δ νέος, έπιασε μια άκρη και με όλη την παιδική του απλότητα έκανε προσευχή στην Παναγία: «Παναγία μου, θέλω να με βοηθήσης, γιατί θα πεθάνω στο δρόμο, πρίν να γίνω Καλόγηρος, δεν μπορώ να το φάω αυτό το ψωμί». Δεν πρόλαβε να τελείωση την προσευχή του, και ξαφνικά του παρουσιάζεται μια Κόρη με λαμπερό πρόσωπο, του δίνει μια φραντζόλα άσπρο ψωμί και αμέσως εξαφανίζεται! Εκείνη την στιγμή τόχασε ο Τιμόθεος. Δεν μπορούσε να το εξηγήση αυτό το γεγονός! Του περνούσαν διάφοροι λογισμοί. Ένας λογισμός ήταν μήπως τον ακούσε η κόρη του φούρναρη και τον λυπήθηκε και είπε στον πατέρα της να του δώση λίγο καλό ψωμί. Σηκώνεται πάλι ο νέος και πηγαίνει να τον ευχαρίστηση. Άλλα ο φούρναρης νόμιζε πώς τον κορόιδευε ο Τιμόθεος, και τον έβρισε θυμωμένος.
- Άντε, φύγε από εδώ! ούτε γυναίκα έχω ούτε κόρη. Αφού έφαγε μετά από το ευλογημένο εκείνο ψωμί ο Τιμόθεος και δυνάμωσε και πνευματικά, συνέχισε το προσκύνημα του και στα επίλοιπα Μοναστήρια, άλλ' όμως το ανεξήγητο εκείνο γεγονός συνέχεια τριγύριζε στο νου του. Πέρασε αρκετό διάστημα με την απορία αυτή, αλλά αργότερα, όταν του έδωσε ένας Μοναχός ένα βιβλίο με τις θαυματουργικές εικόνες της Παναγίας της Ρωσίας, και είδε την Παναγία του Κρεμλίνου, σκίρτησε η καρδιά του από ευλάβεια, τα μάτια του πλημμύρισαν από δάκρυα ευγνωμοσύνης, και είπε: «Αυτή η Παναγία μου έδωσε το άσπρο ψωμί!» Από τότε πια την Παναγία την ένιωθε πιο κοντά, όπως το παιδί την μάνα του.
Μετά, λοιπόν, από τα Μοναστήρια της Πατρίδος του, έκανε προσκύνημα στο Θεοβάδιστον Όρος του Σινά, όπου παρέμεινε δύο μήνες, και από εκεί στους Αγίους Τόπους, όπου και ασκήτεψε ένα χρονικό διάστημα, πέρα από τον Ιορδάνη ποταμό. Ενώ τον βοηθούσε ο Άγιος Τόπος, ησυχία όμως δεν έβρισκε από το ανήσυχο κοσμικό πνεύμα της εποχής μας, πού κατέστρεψε, δυστυχώς, με τον δήθεν πολιτισμό της και τα άγια ακόμη ερημικά μέρη, πού γαληνεύουν και αγιάζουν τις ψυχές. Γι' αυτό αναγκάστηκε να φυγή για το Άγιον Όρος.
Ό πειρασμός όμως, βλέποντας με την πολυχρόνιο πείρα του ότι ο ευλαβής αυτός νέος πολύ θα προχώρηση στην πνευματική ζωή και πολλές ψυχές θα βοηθήση για να σωθούν, βάλθηκε να τον αχρηστέψη. Ενώ είχε επιστρέψει από την έρημο του Ιορδανού στην Ιερουσαλήμ, για να ετοιμασθή και να προσκύνηση για τελευταία φορά τον Πανάγιο Τάφο και να αποχαιρετήση και τους γνωστούς του, χρησιμοποίησε ο πονηρός για όργανά του δύο αθεόφοβες γυναίκες, πατριώτισσες του, οι όποιες τον κάλεσαν στο σπίτι, όπου έμειναν, για να του δώσουν δήθεν ονόματα να μνημόνευση στο Άγιον Όρος. Ό απονήρευτος Τιμόθεος, πού είχε όλο καλούς λογισμούς, το πίστεψε και πήγε. Άλλα, όταν τον έκλεισαν μέσα στο σπίτι και όρμησαν επάνω του με ανήθικες διαθέσεις, ταχασε! Κοκκίνησε και δίνει μια σπρωξιά σ' αυτές και άλλη μια στην πόρτα και ξέφυγε από τα νύχια των γερακιών, σαν νέος Ιωσήφ, και φυλάχτηκε αγνός.
Ήρθε μετά, όπως ήταν αγνό λουλούδι, και φυτεύτηκε στο Περιβόλι της Παναγίας και πρόκοψε και ευωδίασε με τις αρετές του, όπως θα ιδούμε πιο κάτω.
Ή πρώτη του μετάνοια ήταν το Κελλί του Μπουραζέρι, όπου και παρέμεινε πέντε χρόνια. Επειδή σ' αυτό δεν εύρισκε ησυχία από τους πολλούς προσκυνητάς, Ρώσους, πήρε ευλογία και πήγε στα Καρούλια και εκεί ασκήτεψε δεκαπέντε χρόνια. Όλο το διάστημα στα Καρούλια περνούσε με σκληρούς αγώνες. Το εργόχειρο του ήταν οι μεγάλες και οι μικρές μετάνοιες μαζί με την ευχή και την μελέτη. Δανειζόταν βιβλία από τις Μονές, άπ' όπου έπαιρνε και ευλογία, παξιμάδι, από τα περισσεύματα των κλασμάτων, για την οποία έκανε κομποσχοίνι. Έτσι φιλότιμα αγωνιζόταν, για να γίνη και εσωτερικά Άγγελος και όχι μόνο εξωτερικά με το Αγγελικό Σχήμα.
Μετά από τα Καρούλια ήρθε στην άκρη της Καψάλας (πάνω από την Καλιάγρα), σ' ένα Κελλί Σταυρονικητιανό, και γηροκόμησε έναν Γέροντα. Αφού πέθανε το Γεροντάκι, και πήρε την ευχή του, έμεινε μόνος του στην Καλύβη. Από τότε όχι μόνο δεν αμέλησε τους πνευματικούς του αγώνες, αλλά τους αύξησε, και επόμενο ήταν να δεχθή πλούσια την Χάρη του Θεού, αφού αγωνιζόταν φιλότιμα και με πολλή ταπείνωση.
Ή Θεία Χάρις πια τον φανέρωνε στους ανθρώπους, κι έτρεχαν πολλοί πονεμένοι άνθρωποι, για να τον συμβουλευθούν και να παρηγορηθούν από την πολλή του αγάπη. Άλλοι τον παρακαλούσαν να ιερωθή, για να βοηθάη πιο θετικά με το Μυστήριο της θείας Εξομολογήσεως, αφού θα έδινε και την άφεση των αμαρτιών. Αυτή την ανάγκη, να βοηθηθούν οι άλλοι, την διεπίστωσε και ο ίδιος και δέχτηκε να χειροτονηθή.
Στο Κελλί του όμως Ναός δεν υπήρχε, ενώ ήταν πια απαραίτητος, ούτε και χρήματα είχε, αλλά είχε μεγάλη πίστη στον Θεό. Έκανε λοιπόν προσευχή και ξεκίνησε για τις Καρυές με την εμπιστοσύνη στον Θεό ότι θα του οικονομούσε τα χρήματα, πού θα χρειαζόταν για τον Ναό. Πριν φθάση ακόμη στις Καρυές, τον είδε από μακριά τον Παπα - Τύχωνα ο Δίκαιος του Προφήτη Ηλία (Ρωσικού) και τον φώναξε. Όταν πλησίασε κοντά, του είπε:
- Κάποιος καλός Χριστιανός από την Αμερική μου έστειλε μερικά δολάρια, να τα δώσω σ' εκείνον πού δεν έχει Ναό, για να κτίση. Εσύ δεν έχεις Ναό πάρ' τα και φτιάξε.
Δάκρυσε ο Γέροντας από συγκίνηση και ευγνωμοσύνη στον Θεό, ευχαρίστησε και τον Δίκαιο και είπε το «Θεός συγχωρέσοι» για τον άνθρωπο του Θεού πού του έστειλε την ευλογία. Ό Καλός Θεός, σαν καρδιογνώστης, είχε φροντίσει για τον Ναό του, πριν ακόμη Τον παρακάλεση ο Γέροντας, για να του έχη έτοιμα τα χρήματα, την ώρα πού θα Του τα ζητούσε. Επόμενο ήταν να τον ακούση ο Θεός, αφού ο Γέροντας από μικρό παιδί άκουγε και τηρούσε τις θείες εντολές του Θεού και δεχόταν ουράνιες ευλογίες.
Στην συνέχεια βρίσκει δύο Μοναχούς τεχνίτες, για να λένε και την ευχή την ώρα πού θα εργάζωνται. Όταν, λοιπόν, τελείωσε ο Ναός, τον αφιέρωσε στον Τίμιο Σταυρό, γιατί τον είχε σε ευλάβεια, αλλά και για να αποφεύγη τα Πανηγύρια με τον φυσιολογικό αυτόν τρόπο, επειδή της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού νηστεύουν, και η ημέρα είναι πένθιμη. Ό Γέροντας δεν αναπαυόταν στα Πανηγύρια, γιατί δημιουργούν ανησυχία και περισπασμό, ενώ αυτός πανηγύριζε κάθε μέρα πνευματικά με το ήσυχο Σταυροαναστάσιμο τυπικό του, με την πολλή του άσκηση και με την καθόλου σχεδόν ανθρώπινη παρηγοριά μέσα στο λάκκο της Καλιάγρας, όπου έβλεπε ουρανό και ζούσε παραδεισένιες χαρές μαζί με τους Αγγέλους και τους Αγίους. Όταν τον ρωτούσε κανείς «μόνος σου μένεις εδώ στην ερημιά», απαντούσε ο Γέροντας:
- Όχι, εγώ μένω μαζί με τους Αγγέλους και Αρχαγγέλους, με τους Αγίους Πάντες, με την Παναγία και με τον Χριστό.
Πράγματι την ένιωθε την παρουσία των Αγίων και την βοήθεια του φύλακα Αγγέλου του. Μια μέρα πού τον είχα επισκεφθη, ενώ ανέβαινε τα σκαλάκια, έπεσε ανάποδα και σφηνώθηκε στην πόρτα, γιατί φορούσε πολλά καπιά, και δυσκολεύτηκα να τον σηκώσω. Όταν τον ρώτησα μετά «τι θα έκανες, Γέροντα, μόνος σου, εάν δεν ήμουν εδώ», με κοίταξε παράξενα και μου απήντησε με βεβαιότητα:
- Ό φύλακας μου Άγγελος θα με σήκωνε.
Ενώ βρισκόταν σε έρημο τόπο, μόνος του, και το Κελλί του δεν είχε σχεδόν τίποτα, για να έχη όμως τον Χριστό μέσα του, δεν του χρειαζόταν τίποτα, γιατί όπου Χριστός εκεί Παράδεισος, και για τον Παπα - Τύχωνα το Περιβόλι της Παναγίας ήταν επίγειος Παράδεισος.
Είχε χρόνια αρκετά να βγη στον κόσμο, αλλά χωρίς να το θέλη, τον ανάγκασαν κάποτε, πού είχε γίνει πυρκαϊά στην Καψάλα, μαζί με άλλους Πατέρες να πάη κι αυτός ως μάρτυρας στην Θεσσαλονίκη. "Όταν επέστρεψε στο Άγιον Όρος ο Γέροντας, τον ρωτούσαν οι Πατέρες:
- Πώς είδες την πόλη και τον κόσμο μετά από τόσα χρόνια πού είχες να ιδής τον κόσμο;
Ό Γέροντας απήντησε:
- Εγώ δεν είδα πολιτεία με ανθρώπους, αλλά δάσος με καστανιές.
Έφθασε σ' αυτή την πνευματική αγία κατάσταση ο Γέροντας, γιατί αγάπησε πολύ τον Χριστό, την ταπείνωση και την φτώχεια. Μέσα στο κελλί του Γέροντα δεν έβλεπες ούτε ένα πράγμα της προκοπής, πού να εξυπηρετή άνθρωπο. Από αυτά πού είχε μέσα στο κελλί του έβρισκε κανείς όσα ήθελε πεταγμένα άπ' έξω, στο λάκκο. Άλλα για τους πνευματικούς ανθρώπους, ό,τι παλιό και εάν είχε ο Παπα - Τυχών, είχε μεγάλη αξία, γιατί ήταν αγιασμένο. Ακόμη και τα κουρέλια του τα έβλεπαν με ευλάβεια και τα έπαιρναν για ευλογία. Ο,τι επίσης παλιό φορούσε ή ασουλούπωτο, δεν φαινόταν άσχημο, γιατί ομόρφαινε και αυτό από την εσωτερική ομορφιά της ψυχής του. Για σκουφιά έραβε μόνος του με την σακοράφα κομμάτια ράσου, σαν σακούλες, και τα φορούσε, αλλά σκορπούσαν περισσότερη χάρη από τις πολύτιμες μίτρες τις δεσποτικές (όταν, φυσικά, δεν υπάρχη στην καρδιά του Μητροπολίτου «ο Πολύτιμος Μαργαρίτης»).
Κάποτε τον φωτογράφισε ένας επισκέπτης, όπως ήταν με την σακούλα για σκουφί και με μια πιτζάμα πού του είχε ρίξει στις πλάτες του, γιατί είδε τον Γέροντα να κρυώνη. Και τώρα, όσοι βλέπουν στην φωτογραφία τον Παπα - Τύχωνα, νομίζουν ότι φορούσε δεσποτικό μανδύα, ενώ ήταν μια παλιά παρδαλή πιτζάμα.
Πολύ αναπαυόταν στα φτωχά και ταπεινά πράγματα και πολύ αγαπούσε την άκτημοσύνη, η οποία και τον ελευθέρωσε και του έδωσε τα πνευματικά φτερά, και έτσι με φτερουγισμένη ψυχή αγωνιζόταν πολύ, χωρίς να αισθάνεται τον σωματικό κόπο, όπως το παιδάκι δεν νιώθει κούραση, όταν κάνη τα θελήματα του πατέρα του, αλλά νιώθει την αγάπη και την στοργή με τα χάδια. Φυσικά, αυτά δεν συγκρίνονται με τα θεϊκά χάδια της Χάριτος ούτε κατά διάνοια.
Όπως ανέφερα, το εργόχειρο του ήταν οι πνευματικοί αγώνες: νηστεία, αγρυπνία, ευχή, μετάνοιες κ.α. όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για όλες τις ψυχές του κόσμου (ζωντανούς και πεθαμένους). Όταν πια είχε γεράσει και δεν μπορούσε να σηκωθή, όταν έπεφτε κάτω με τις στρωτές μετάνοιες, έδεσε ένα χονδρό σχοινί ψηλά και τραβιόταν για να σηκωθή. Έτσι, πάλι έκανε μετάνοιες και προσκυνούσε τον Θεό με ευλάβεια. Αυτό το τυπικό τηρούσε μέχρι πού έπεσε πια στο κρεβάτι, όπου ξεκουράστηκε για είκοσι μέρες, και μετά έφυγε για την αληθινή αιώνια ζωή, όπου και ξεκουράζεται πια αιώνια κοντά στον Χριστό.
Το ίδιο επίσης τυπικό της ξηροφαγίας, πού είχε από νέος, τηρούσε και στην συνέχεια μέχρι τα γεράματα του. Την μαγειρική την θεωρούσε και για σπατάλη χρόνου, εκτός πού δεν ταιριάζουν στην Καλογερική τα καλομαγειρευμένα φαγητά. Φυσικά, μετά από τόση άσκηση και τέτοια πνευματική κατάσταση δεν του έκανε καμιά αίσθηση η καλή τροφή, Αφού κατοικούσε μέσα του ο Χριστός, πού τον γλύκαινε και τον έτρεφε παραδεισένια.
Στις συζητήσεις του πάντα ανέφερε για τον γλυκό Παράδεισο, και από τα μάτια του κυλούσαν τα γλυκά δάκρυα, και δεν του έκανε καρδιά να ασχολήται με μάταια πράγματα, όταν τον ρωτούσαν κοσμικοί άνθρωποι.
Τα ελάχιστα πράγματα πού του χρειάζονταν, για να συντηρηθή, τα οικονομούσε από το λίγο εργόχειρο πού έκανε' αγιογραφούσε έναν Επιτάφιο κάθε χρόνο και τον έδινε πεντακόσιες ή εξακόσιες δραχμές και μ' αυτά τα χρήματα περνούσε ολόκληρη την χρονιά του.
Όπως ανέφερα, ήταν πολύ λιτοδίαιτος και ολιγαρκής, αφού ένα Άποστολιάτικο σύκο το έκοβε στα δύο και το έτρωγε δύο φορές. Μου έλεγε: «Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτό είναι πολύ μεγάλο!» - ενώ εγώ, για να χορτάσω, έπρεπε να φάω ένα κιλό.
Κάθε Χριστούγεννα ο Γέροντας θα οικονομούσε μια ρέγκα, για να πέραση όλες τις χαρμόσυνες ήμερες του Δωδεκαημέρου με κατάλυση ιχθύος. Την δε ραχοκοκαλιά της ρέγκας δεν την πετούσε, αλλά την κρεμούσε με μια κλωστή και, όποτε ήταν καμιά Δεσποτική ή Θεομητορική εορτή και είχε κατάλυση ιχθύος, έβραζε λίγο νερό σ' ένα κονσερβοκούτι, βουτούσε την ραχοκοκαλιά δυο -τρεις φορές στο νερό, για να πάρη λίγη μυρωδιά, και μετά έριχνε λίγο ρύζι. Έτσι έκανε κατάλυση και κατηγορούσε και τον εαυτό του ότι τρώει και ψαρόσουπες στην έρημο! Την ραχοκοκαλιά αυτή την κρεμούσε πάλι στο καρφί και για άλλη κατάλυση, μέχρι πού άσπριζε πια και τότε την πετούσε.
"Όταν έβλεπε τους ανθρώπους να του συμπεριφέρονται με ευλάβεια, αυτό τον στενοχωρούσε και τους έλεγε:
- Εγώ δεν είμαι ασκητής, αλλά ψεύτης ασκητής.
Μόνο στα τελευταία του πια δέχθηκε λίγη περιποίηση από τους ανθρώπους πού τον αγαπούσαν ιδιαίτερα, για να μη τους λύπηση.
"Όταν του έδινε κανείς ευλογία από τρόφιμα, την κρατούσε και μετά την έστελνε σε Γεροντάκια στην Καψάλα. Εάν του έστελναν χρήματα, τα έδινε σ' έναν ευλαβή μπακάλη, για να αγοράζη ψωμιά και να τα μοιράζη στους φτωχούς.
Κάποτε του είχε στείλει κάποιος από την Αμερική μια επιταγή. Την ώρα όμως πού την έπαιρνε ο Γέροντας από το Ταχυδρομείο, τον είδε ένας κοσμικός και νικήθηκε από τον πειρασμό της φιλαργυρίας. Πήγε λοιπόν την νύχτα στο Κελλί του Γέροντα, για να τον ληστέψη, με τον λογισμό ότι θα εύρισκε και άλλα χρήματα, χωρίς να ξέρη ότι και εκείνα πού είχε πάρει ο Γέροντας τα είχε δώσει την ίδια ώρα στον κυρ - Θόδωρο, για να πάρη ψωμιά για τους φτωχούς. Αφού τον βασάνισε αρκετά τον Γέροντα - τον έσφιγγε με ένα σχοινί στον λαιμό του - διεπίστωσε ότι πράγματι δεν είχε χρήματα και ξεκίνησε να φυγή. Ό Παπα - Τυχών του είπε:
- Θεός συγχωρέσοι, παιδί μου. Ό κακοποιός αυτός άνθρωπος πήγε και σε άλλον Γέροντα με τον ίδιο σκοπό, αλλά εκεί τον έπιασε ή Αστυνομία, και ομολόγησε μόνος του ότι είχε πάει και στον Παπα - Τύχωνα. Ό Αστυνόμος έστειλε χωροφύλακα και ζήτησε τον Γέροντα για ανάκριση, επειδή θα γινόταν η δίκη του κλέφτη. Ό Γέροντας στενοχωρέθηκε γι' αυτό και έλεγε στον χωροφύλακα:
- Παιδί μου, εγώ τον συγχώρεσα με όλη την καρδιά μου τον κλέφτη.
Εκείνος όμως δεν έδινε καθόλου σημασία στα λόγια του Γέροντα, γιατί εκτελούσε ανώτερη διαταγή, και τον τραβούσε και του έλεγε: - Άντε, γρήγορα, Γέροντα! εδώ δεν έχει συγχώρεση και «ευλόγησαν».
Τελικά τον λυπήθηκε ο Διοικητής και τον άφησε από την Ιερισσό να γυρίση στο Κελλί του, επειδή έκλαιγε σαν μωρό παιδί, γιατί νόμιζε ότι θα γίνη και αυτός αιτία να τιμωρηθή ο κλέφτης.
Όταν το θυμόταν αυτό το περιστατικό, δεν μπορούσε να το χωρέση στο μυαλό του και μου έλεγε:
- Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτοί οι κοσμικοί άλλο τυπικό έχουν" δεν έχουν το «εύλόγησον», «Θεός συγχωρέσοι» - ενώ ο Γέροντας την λέξη «ευλόγησον» την χρησιμοποιούσε πάντα και με τις πολλές καλογερικές έννοιες, όπως το «ευλογείτε» ή «ευλόγησον», όταν ζητούσε ταπεινά την ευλογία του άλλου, και μετά θα έδινε και αυτός την ευλογία του με την ευχή «Ό Κύριος να σε ευλόγηση». Μετά από τον συνηθισμένο χαιρετισμό οδηγούσε τους επισκέπτες στο Ναό και έψαλλαν μαζί το Σώσον, Κύριε, τον λαόν σου και το Άξιον εστίν και, εάν ήταν καλός καιρός, έβγαιναν έξω, κάτω από την ελιά, και καθόταν μαζί τους πέντε λεπτά, μετά σηκωνόταν με χαρά και έλεγε:
- Εγώ τώρα κεράσματα.
Έβγαζε νερό από την στέρνα και γέμιζε ένα κύπελλο για τον επισκέπτη, έβαζε και στο δικό του τενεκάκι (κονσερβοκούτι, πού το χρησιμοποιούσε και για μπρίκι) και έψαχνε μετά να βρή κανένα λουκούμι, άλλοτε κατάξηρο και άλλοτε μυρμηγκοφαγωμένο, το όποιο, επειδή ήταν ευλογία του Παπα - Τύχωνα, δεν προξενούσε αηδία. Αφού τα ετοίμαζε, έκανε τον Σταυρό του ο Γέροντας, έπαιρνε το νερό και έλεγε: «Πρώτα εγώ' ευλογείτε!» και περίμενε να του πή ο επισκέπτης την ευχή «Ό Κύριος να σε ευλόγηση», αλλιώς δεν έπινε νερό. Μετά θα έδινε και αυτός την ευχή του. Την ευχή από τους άλλους την αισθανόταν ως ανάγκη, όχι μόνο από τους Ιερωμένους ή Μοναχούς αλλά ακόμη και από τους λαϊκούς, μικρούς και μεγάλους στην ηλικία.
Μετά από το κέρασμα περίμενε να ιδή εάν έχουν κανένα θέμα. Όταν έβλεπε ότι είναι αργόσχολος άνθρωπος και ήρθε μόνο για να πέραση την ώρα του, τότε του έλεγε:
- Παιδί μου, στην κόλαση θα πάνε και οι τεμπέληδες, όχι μόνο οι αμαρτωλοί.
Εάν παρέμενε και δεν έφευγε, τον άφηνε ο Γέροντας και έμπαινε στο Ναό και προσευχόταν, και έτσι ο επισκέπτης αναγκαζόταν να φυγή. Όταν πάλι ήθελε να εκμεταλλευθή κανείς την απλότητα του Γέροντα, για να εξυπηρέτηση τον άλφα ή βήτα σκοπό του, το καταλάβαινε με την θεία του φώτιση και του έλεγε:
-Παιδί μου, εγώ Ελληνικά δεν ξέρω' πήγαινε σε κανέναν Έλληνα, για να συνεννοηθής καλά.
Φυσικά, δεν λυπόταν ποτέ τον κόπο ούτε τον χρόνο, όταν έβλεπε πνευματικά ενδιαφέροντα στους ανθρώπους. Ενώ με το στόμα συμβούλευε, με την καρδιά και τον νου προσευχόταν. Ή προσευχή του ήταν πια αυτοενέργητη, καρδιακή. Οι άνθρωποι, πού τον πλησίαζαν, το αισθάνονταν αυτό, γιατί έφευγαν πολύ δυναμωμένοι. Και ο Γέροντας τους ευλογούσε μέχρι να κρυφτούν πια.
Κάποτε τον είχε επισκεφθή ο Πατήρ Άγαθάγγελος ο Ίβηρίτης, ως Διάκος. Όταν έφευγε, ήταν σκοτάδι, δεν είχε φωτίσει ακόμη. Ό Παπα - Τυχών προεΐδε τον κίνδυνο, πού θα διέτρεχε ο Διάκος, και ανέβηκε αυτή την φορά στο τοιχάκι της μάνδρας και ευλογούσε συνέχεια. Όταν έφθασε ο Διάκος στη ράχη και είδε τον Γέροντα να εύλογη ακόμη, τον λυπήθηκε και του φώναξε να μη κουράζεται, να μπή στο κελλί του. Αυτός όμως ατάραχος με υψωμένα τα χέρια, σαν τον Μωυσή, προσευχόταν και ευλογούσε. Ενώ λοιπόν βάδιζε ξένοιαστος ο Διάκος, ξαφνικά, πέφτει πάνω σε καρτέρι κυνηγών, πού περίμεναν αγριόχοιρους. Ένας κυνηγός τράβηξε να ρίξη, αλλά οι ευχές του Γέροντα έσωσαν τον Διάκο από τον θάνατο και τον κυνηγό από την φυλακή. Γι' αυτό μου έλεγε πάντα ο Γέροντας:
-Παιδί μου, να μην έρχεσαι ποτέ την νύχτα, γιατί την νύχτα τα θηρία περπατούν, και οι κυνηγοί τα περιμένουν κρυμμένοι...
Ακόμη και για την Θεία Λειτουργία έλεγε στον Μοναχό, πού θα τον βοηθούσε και θα έκανε τον ψάλτη, να έρχεται το πρωΐ με το φώτισμα. Την ώρα δε της Θείας Λειτουργίας του έλεγε να μένη στον μικρό διάδρομο, έξω από τον Ναό, και από εκεί να λέη το Κύριε, ελέησαν, για να νιώθη τελείως μόνος του και να κινήται άνετα στην προσευχή του. Όταν έφθανε στο Χερουβικό, ο Παπα -Τυχών ηρπάζετο είκοσι έως τριάντα λεπτά, και ο ψάλτης θα έπρεπε να επαναλάβη πολλές φορές το Χερουβικό, μέχρι να ακούση τις περπατησιές του στην Μεγάλη Είσοδο. "Όταν τον ρωτούσα μετά στο τέλος «τι βλέπεις, Γέροντα», εκείνος μου απαντούσε:
-Τα Χερουβείμ και Σεραφείμ δοξολογούν τον Θεό.
Έλεγε επίσης στην συνέχεια:
- Έμενα μετά από μισή ώρα με κατεβάζει ο φύλακας μου Άγγελος και τότε συνεχίζω την Θεία Λειτουργία.
Κάποτε, τον είχε επισκεφθή ο π. Θεόκλητος ο Διονυσιάτης. Επειδή ή πόρτα του Παπα - Τύχωνα ήταν κλειστή, και από τον Ναό ακούγονταν γλυκιές ψαλμωδίες, δεν θέλησε να ενόχληση με το χτύπημα της πόρτας, αλλά περίμενε να τελειώσουν, γιατί νόμιζε ότι βρίσκονται στο «Κοινωνικό». Σε λίγο βγαίνει ο Παπα - Τυχών και ανοίγει την πόρτα. Όταν μπήκε ο π. Θεόκλητος, δεν βρήκε κανέναν άλλον εκτός από τον Παπα - Τύχωνα. Τότε κατάλαβε ότι οι ψαλμωδίες εκείνες ήταν Αγγελικές.
Στα γεράματα του πια, επειδή έτρεμαν τα πόδια του, έρχονταν συνήθως και λειτουργούσαν ο Παπα - Μάξιμος και ο Παπα - Αγαθάγγελος, οι Ιβηρίτες, πού ήταν πιο κοντά, και του άφηναν και Άγιον Άρτο, γιατί κοινωνούσε κάθε μέρα. Φυσικά, ήταν προετοιμασμένος κάθε μέρα με την αγία του ζωή.
Για τον Παπα - Τύχωνα όλες σχεδόν οι ημέρες του χρόνου ήταν Διακαινήσιμες, και ζούσε πάντα την Πασχαλινή χαρά. Συνέχεια άκουγε κανείς από το στόμα του το Δόξα σοι ο Θεός, Δόξα σοι ο Θεός. Αυτό συνιστούσε και σε όλους: να λέμε το Δόξα σοι ο Θεός, όχι μόνο όταν περνάμε καλά, αλλά και όταν περνάμε δοκιμασίες, γιατί και τις δοκιμασίες τις επιτρέπει ο Θεός για φάρμακα της
ψυχής.
Πολύ πονούσε για τις ψυχές πού υπέφεραν στο άθεο καθεστώς της Ρωσίας. Μου έλεγε με δακρυσμένα μάτια:
-Παιδί μου, η Ρωσία έχει ακόμη κανόνα από τον Θεό' θα πέραση όμως.
Για τον εαυτό του ό Γέροντας δεν νοιαζόταν καθόλου ούτε και φοβόταν, γιατί είχε πολύ φόβο Θεού (θεία συστολή) και ευλάβεια. Επειδή αγωνιζόταν και με πολλή ταπείνωση, δεν διέτρεχε ούτε τον πνευματικό κίνδυνο της πτώσεως. Επομένως, πώς να φοβηθή και τι να φοβηθή; Τους δαίμονες, πού τρέμουν από τον ταπεινό άνθρωπο, ή τον θάνατο, πού συνέχεια τον μελετούσε και ετοιμαζόταν χαρούμενος γι' αυτόν; Μάλιστα, είχε ανοίξει και τον τάφο του μόνος του, για να είναι έτοιμος, και έμπηξε και τον Σταυρό, πού και αυτόν τον είχε κάνει ο ίδιος, και έγραψε τα εξής, αφού είχε προαισθανθή τον θάνατο του: «Αμαρτωλός Τυχών, Ιερομόναχος, 60 χρόνια στο Άγιον Όρος. Δόξα σοι ο Θεός».
Πάντα με το Δόξα σοι ο Θεός θα άρχιζε και με το Δόξα σοι ο Θεός θα τελείωνε ο Γέροντας. Είχε συμφιλιωθή πια με τον Θεό, γι' αυτό χρησιμοποιούσε περισσότερο το Δόξα σοι ο Θεός παρά το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με. Κινείτο, όπως είδαμε, στον θείο χώρο, αφού λάμβανε μέρος και στην ουράνια δοξολογία με τους Αγίους Αγγέλους την ώρα της Θείας Λειτουργίας.
Επειδή είχε ανάψει πια η φλόγα του θείου έρωτος μέσα στην καρδιά του, γι' αυτό και δεν τον συγκινούσαν τα μάταια πράγματα, όπως ανέφερα. Το κελλί του ήταν και αυτό μικρό. Είχε ένα τραπεζάκι πού ακουμπούσε εικόνες, καθώς και το ακοίμητο κανδήλι και το θυμιατήρι. Δίπλα είχε το Αγγελικό του Σχήμα και το τριμμένο του ράσο. Από την άλλη πλευρά του τοίχου είχε τον Εσταυρωμένο και σε μια άκρη είχε τρεις σανίδες για κρεβάτι με μια κουρελιασμένη κουβέρτα απλωμένη για στρώμα. Για σκέπασμα είχε ένα παλιό πάπλωμα με τα βαμβάκια άπ' έξω, από το όποιο έπαιρναν και τα ποντίκια βαμβάκι, για να κάνουν τις φωλιές τους. Επάνω στο δήθεν μαξιλάρι του είχε το Ευαγγέλιο και ένα βιβλίο με ομιλίες του Αγίου Χρυσοστόμου. Το δε πάτωμα του κελλιού του ήταν μεν από σανίδες, αλλά φαινόταν σαν σουβαντισμένο, επειδή δεν σκούπιζε ποτέ, και οι λάσπες, πού έμπαιναν από έξω, με τα γένια και τα μαλλιά, πού έπεφταν κάτω χρόνια ολόκληρα, είχαν σχηματίσει κανονικό σουβά.
Ό Παπα - Τυχών δεν έδινε καμιά σημασία στο καθάρισμα του κελλιού του αλλά στο καθάρισμα της ψυχής του, γι' αυτό και κατόρθωσε να γίνη δοχείο της Χάριτος του Θεού. Συνέχεια έπλενε την ψυχή του με τα πολλά του δάκρυα και χρησιμοποιούσε χονδρά προσόψια, επειδή τα συνηθισμένα μανδήλια δεν τον εξυπηρετούσαν.
Είχε φθάσει σε μεγάλη κατάσταση πνευματική ο Γέροντας! Ή ψυχή του είχε γίνει πολύ ευαίσθητη, αλλά, για να βρίσκεται ο νους του συνέχεια στον Θεό, είχε φθάσει και σε αναισθησία σωματική, Αφού δεν αισθανόταν πια καμιά ενόχληση από τις μύγες, τα κουνούπια και τους ψύλλους, πού είχε χιλιάδες. Το κορμί του ήταν κατατρυπημένο και τα ρούχα του γεμάτα από κόκκινα στίγματα. Μου λέει ο λογισμός μου ότι και με τις σύριγγες να του τραβούσαν το αίμα του τα ζουζούνια, πάλι δεν θα το αισθανόταν. Μέσα στο κελλί του κυκλοφορούσαν όλα ελεύθερα, από ζουζούνια μέχρι ποντίκια.
Κάποτε του είπε ένας Μοναχός, επειδή έβλεπε τα ποντίκια να χοροπηδούν:
-Γέροντα, θέλεις να σου φέρω μια γάτα; Εκείνος απήντησε:
- Όχι, παιδί μου. Εγώ έχω μια γάτα, μιάμιση φορά μεγαλύτερη από την γάτα. Έρχεται εδώ, την ταΐζω, την χαϊδεύω, και μετά πηγαίνει στην καλύβα της κάτω στο λάκκο και ησυχάζει.
Ήταν μια αλεπού, ή οποία επισκεπτόταν τον Γέροντα τακτικά, σαν καλός γείτονας.
Είχε επίσης και μία αγριόχοιρο, πού γεννούσε κάθε χρόνο κοντά στο φράχτη του κήπου του, για να την προστατεύη ο Γέροντας. "Όταν έβλεπε κυνηγούς να περνούν από την περιοχή του, τους έλεγε ο Παπα - Τυχών:
- Παιδιά μου, εδώ δεν υπάρχουν μεγάλα γουρούνια.
Φύγετε.
Οι κυνηγοί νόμιζαν ότι δεν υπάρχουν αγριόχοιροι
στην περιοχή του και έφευγαν.
Ό άγιος Γέροντας σαν καλός πατέρας τους μεν ανθρώπους έτρεφε πνευματικά, τα δε μεγάλα άγρια ζώα τα ταΐζε από την λίγη τροφή πού είχε και τα χόρταινε περισσότερο από την πολλή του αγάπη, και τα μικρά ζουζούνια τ' αφήνε να θηλάζουν από το λίγο του αίμα.
Είχε γερή κράση ο Γέροντας, αλλά από την πολλή άσκηση είχε έξαντληθή. "Όταν τον ρωτούσε κανείς «τι κάνεις, Γέροντα, είσαι καλά», απαντούσε:
- Δόξα σοι ο Θεός, καλά είμαι, παιδί μου. Εγώ δεν είμαι άρρωστος, αλλά αδυναμία έχω.
Πολύ στενοχωριόταν, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο νέο, και περισσότερο, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο Καλόγηρο, επειδή δεν ταιριάζουν τα παχιά με το Αγγελικό Σχήμα.
Μια μέρα τον επισκέφτηκε ένας λαϊκός πολύ χονδρός και του λέει:
- Γέροντα, έχω πόλεμο σαρκικό με βρώμικους λογισμούς, πού δεν μ' αφήνουν καθόλου να ησυχάσω.
Ό Παπα - Τυχών του είπε:
- Εάν, παιδί μου, εσύ θα κάνης υπακοή, με την Χάρη του Χρίστου εγώ θα σε κάνω Άγγελο. Να λες, παιδί μου, συνέχεια την ευχή, το Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, και να περνάς όλες τις ήμερες με ψωμί και νερό, και το Σάββατο και την Κυριακή να τρως φαγητό με λίγο λάδι. Να κάνης και από εκατόν πενήντα μετάνοιες την νύκτα και να διαβάζης μετά την Παράκληση της Παναγίας και ένα κεφάλαιο από το Ευαγγέλιο και το Συναξάρι του Αγίου της ημέρας.
Μετά από έξι μήνες, πού τον ξαναεπισκέφτηκε, ο Γέροντας δεν μπόρεσε να τον γνωρίση, γιατί είχαν φύγει όλα τα περίσσια παχιά, και με ευκολία πια χωρούσε από την στενή πόρτα του Ναού του. Ό Γέροντας τον ρώτησε:
- Πώς περνάς τώρα, παιδί μου; Και εκείνος απήντησε:
- Τώρα νιώθω πραγματικά σαν Άγγελος, γιατί δεν έχω ούτε σαρκικές ενοχλήσεις ούτε και βρώμικους λογισμούς και αισθάνομαι πολύ ελαφρός, πού έφυγαν τα πάχυ.
Με τέτοιες πρακτικές συμβουλές νουθετούσε τους ανθρώπους πού του ζητούσαν βοήθεια. Έκτος, φυσικά, από την μεγάλη πείρα πού είχε αποκτήσει, είχε λάβει και θείο φωτισμό από τους μεγάλους ασκητικούς του αγώνες. Μετά από τις νουθεσίες του επακολουθούσαν οι προσευχές του, πού τις αισθάνονταν οι επισκέπτες έντονα, όταν έφευγαν.
Το πετραχήλι σχεδόν ποτέ δεν το έβγαζε, γιατί πολλες φορές το σήκωνε από τον έναν άνθρωπο και το άπλωνε στον άλλον και έπαιρνε τις αμαρτίες από τους συνανθρώπους του και τους ξαλάφρωνε με το Μυστήριο της θείας Έξομολογήσεως. Τις εξομολογήσεις, πού του έκαναν οι άνθρωποι, τις ξεχνούσε αμέσως και έτσι έβλεπε όλους τους ανθρώπους πάντοτε καλούς και όλο καλούς λογισμούς είχε για όλους, γιατί είχε εξαγνισθή πια η καρδιά του και ο νους του.
Κάποτε τον είχε ρωτήσει ένας Ηγούμενος: -Γέροντα, ποιος αδελφός είναι πιο καθαρός μέσα στο Κοινόβιο;
Ό Παπα - Τυχών απήντησε:
- Άγιε Καθηγούμενε, όλοι οι αδελφοί είναι καθαροί. Ποτέ δεν πλήγωνε άνθρωπο, αλλά του θεράπευε τα
τραύματα με το βάλσαμο της αγάπης του Χρίστου. Έλεγε στην πονεμένη ψυχή:
- Παιδί μου, εσένα ο Χριστός σε αγαπάει, σε συγχώρεσε. Ό Χριστός αγαπάει περισσότερο τους αμαρτωλούς πού μετανοούν και ζουν με ταπείνωση.
Πάντα τόνιζε την ταπείνωση και έλεγε χαρακτηριστικά:
- Ένας ταπεινός άνθρωπος έχει περισσότερη Χάρη από πολλούς ανθρώπους. Κάθε πρωΐ ο Θεός ευλογεί τον κόσμο με το ένα χέρι, άλλ' όταν ιδή κανέναν ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί με τα δυο Του χέρια. Πά-πά-πά, παιδί μου! εκείνος πού έχει μεγαλύτερη ταπείνωση, είναι ο μεγαλύτερος από όλους.
Επίσης, έλεγε γι' αυτούς πού παρθενεύουν πώς πρέπει να έχουν και ταπείνωση, γιατί αλλιώς δεν σώζονται μόνο με την παρθενία, διότι ή κόλαση είναι γεμάτη και από υπερήφανους παρθένους.
- Όταν καυχάται κανείς ότι είναι παρθένος - έλεγε -θα του πή ο Χριστός: «Επειδή δεν έχεις και ταπείνωση, πήγαινε στην κόλαση». Ενώ σ' εκείνον πού ήταν αμαρτωλός και μετανόησε και ζή ταπεινά με συντριβή καρδίας και ομολογεί ότι είναι αμαρτωλός, θα του πή ο Χριστός: «Έλα, παιδί μου, εδώ στον γλυκό Παράδεισο».
Έκτος από την ταπείνωση και την μετάνοια τόνιζε πολύ την μελέτη του Θεού, δηλαδή ο νους του άνθρωπου να γυρίζη συνέχεια γύρω από τον Θεό. Επίσης, τόνιζε την μελέτη της Αγίας Γραφής και των Αγίων Πατέρων: Ευεργετινό, Φιλοκαλία, Άγιο Χρυσόστομο, Μέγα Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο, Άγιο Μάξιμο, Συμεών Νέο Θεολόγο, Άββά Μακάριο και Άββά Ισαάκ. «Ή μελέτη, έλεγε ο Γέροντας, θερμαίνει και την ψυχή, καθαρίζει και τον νου και έτσι ασκείται με προθυμία ο άνθρωπος και αποκτάει αρετές, ενώ, όταν δεν ασκήται, αποκτάει πάθη».
Μια μέρα με ρώτησε:
- Εσύ, παιδί μου, τι βιβλία διαβάζεις; Του απήντησα:
-Άββα Ισαάκ.
- Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτός ο Άγιος είναι μεγάλος! Ούτε έναν ψύλλο δεν σκότωνε ο Άββας Ισαάκ.
Ήθελε με αυτό πού είπε να τονίση την μεγάλη πνευματική ευαισθησία του Αγίου.
Ό Πάπα - Τυχών προσπαθούσε να μιμηθή τον Άγιο Ισαάκ, όχι μόνο στο ησυχαστικό του πνεύμα αλλά και στην ευαισθησία της πνευματικής του αρχοντιάς, και δεν επιβάρυνε κανέναν άνθρωπο. Έλεγε στους Μοναχούς ότι πρέπει να ζουν ασκητικά, για να ελευθερωθούν από τις μέριμνες, και όχι να δουλεύουν σαν εργάτες και να τρώνε σαν κοσμικοί. Γιατί το έργο του Μονάχου είναι οι μετάνοιες, οι νηστείες, οι προσευχές, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για όλο τον κόσμο, ζωντανούς και πεθαμένους, και λίγη δουλειά για τα απαραίτητα, για να μην επιβαρύνη τους άλλους, διότι με την πολλή δουλειά και μέριμνα ξεχνάει κανείς τον Θεό. Έλεγε χαρακτηριστικά:
- Ό Φαραώ έδινε πολλή δουλειά και πολύ φαγητό στον λαό του Ισραήλ, για να ξεχάσουν τον Θεό.
Πριν αρχίση τις συμβουλές του ο Γέροντας, είχε τυπικό να κάνη πρώτα προσευχή, να επικαλεσθή το "Αγιο Πνεύμα, για να τον φώτιση, και αυτό συνιστούσε και στους άλλους. Έλεγε: «Ό Θεός άφησε το Άγιο Πνεύμα, για να μας φωτίζη. Αυτό είναι νοικοκύρης. Γι' αυτό και ή Εκκλησία μας αρχίζει με το Βασιλεύ Ουράνιε, Παράκλητε, το Πνεύμα της αληθείας». Ενώ έλεγε αυτά για το Άγιο Πνεύμα, αλλοιωνόταν το πρόσωπο του, και πολλοί ευλαβείς άνθρωποι την έβλεπαν αυτή την αλλοίωση.
Μερικοί τον τραβούσαν και καμιά φωτογραφία κρυφά. Άλλοι του ζητούσαν ευλογία για να τον φωτογραφίσουν, και αυτός το δεχόταν απλά. Σηκωνόταν αμέσως, πήγαινε στο Ναό και φορούσε το Αγγελικό του Σχήμα. Έπαιρνε και τον Σταυρό στο ένα χέρι και με το άλλο ξέπλεκε την μεγάλη του γενειάδα, την οποία έδενε κότσο, και φαινόταν πράγματι σαν τον Πατριάρχη Αβραάμ, ιδίως στα υστερνά του, πού είχε γίνει ολόλευκος πια εσωτερικά και εξωτερικά. Αφού λοιπόν ετοιμαζόταν, στεκόταν κάτω από την ελιά, για να τον φωτογραφίσουν, και έπαιρνε μια στάση μικρού παιδιού. Είχε ωριμάσει πια πνευματικά και είχε γίνει σαν μικρό παιδί, όπως μας συνιστα ο Χριστός να γίνουμε σαν τα άκακα παιδιά.
Οι Πατέρες πού τον συμβουλεύονταν, στα γεράματα του τον επισκέπτονταν πιο τακτικά, για να του προσφέρουν καμιά βοήθεια, και τον ρωτούσαν:
- Γέροντα, μήπως θέλεις να σου κόψουμε ξύλα; Εκείνος απαντούσε:
- Κάνετε υπομονή, εάν δεν πεθάνω το καλοκαίρι, να μου κόψετε ξύλα για τον χειμώνα.
Το 1968 είχε προαισθανθή πια τον θάνατο του, γιατί συνέχεια ανέφερε για τον θάνατο. Τον είχαν εγκαταλείψει και οι λίγες σωματικές του δυνάμεις. Μετά της Παναγίας(τον Δεκαπενταύγουστο) είχε πέσει στο κρεβάτι και έπινε μόνο νερό, γιατί καιγόταν εσωτερικά. Παρόλο πού βρισκόταν σ΄ αυτή την κατάσταση, πάλι δεν ήθελε να μένη άνθρωπος κοντά του, για να μη τον περισπά στην αδιάλειπτη προσευχή του.
Όταν είχε πλησιάσει η τελευταία εβδομάδα της ζωής του επί της γης, τότε μου είπε να καθήσω κοντά του, γιατί θα αποχωριζόμασταν πια, αφού θα έφευγε εκείνος για την αληθινή ζωή. Ακόμη και αυτές τις δέκα ήμερες δεν με άφηνε να μένω συνέχεια κοντά του, αλλά μου έλεγε να πηγαίνω στο διπλανό κελλάκι, για να προσεύχωμαι κι εγώ μετά από την μικρή βοήθεια πού του πρόσφερα. Φυσικά, δεν είχα τα απαιτούμενα για να τον ανακουφίσω όσο έπρεπε, αλλά, επειδή δεν είχε ανακουφισθή ποτέ το ταλαιπωρημένο του σώμα, και ή ελάχιστη βοήθεια του φαινόταν πολύ μεγάλη.
Μια μέρα, είχα οικονομήσει δύο λεμόνια και του έκανα μια λεμονάδα. Μόλις ήπιε λίγο δροσίστηκε και με κοιτούσε παράξενα.
-Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτό το νερό είναι πολύ καλό! Που το βρήκες; Ό Χριστός να σου δώση σαράντα χρυσά στεφάνια.
Φαίνεται δεν είχε πιή ποτέ λεμονάδα ή είχε πιή, όταν ήταν πολύ μικρός, και είχε ξεχάσει την γεύση της.
Επειδή ήταν ακίνητος πια στο κρεβάτι, γιατί είχε παραδώσει σ' αυτό τις λίγες του σωματικές δυνάμεις και δεν μπορούσε να σηκωθή να πάη στο Ναό του Τιμίου Σταυρού, όπου λειτουργούσε με ευλάβεια χρόνια ολόκληρα, μου ζήτησε να του φέρω τον Σταυρό από την Αγία Τράπεζα για παρηγοριά. Όταν είδε τον Σταυρό, γυάλισαν τα μάτια του και, αφού τον ασπάσθηκε με ευλάβεια, τον κρατούσε σφιχτά στο χέρι του με όλη την δύναμη πού του είχε απομείνει. Είχα δέσει και ένα κλωνάρι βασιλικό στον Σταυρό και του έλεγα:
-Μυρίζει καλά, Γέροντα; Εκείνος μου απαντούσε:
- Ό Παράδεισος, παιδί μου, μυρίζει πολύ καλύτερα.
Μια μέρα από εκείνες τις τελευταίες του, είχα βγει έξω, για να του φέρω λίγο νερό. Όταν άνοιξα μετά και μπήκα στο κελλί του, με κοιτούσε παράξενα και μου λέγει:
- Εσύ, ο Άγιος Σέργιος είσαι;
- Όχι, Γέροντα, είμαι ο Παΐσιος.
-Τώρα, παιδί μου, ήταν εδώ ή Παναγία, ο Άγιος Σέργιος και ο Άγιος Σεραφείμ. Που πήγαν; Κατάλαβα ότι κάτι γίνεται και τον ρώτησα:
- Τι σου είπε ή Παναγία;
-Θα πέραση η Πανήγυρη και μετά θα με πάρη.
Ήταν απόγευμα, παραμονή του Γενεθλίου της Θεοτόκου, 7 Σεπτεμβρίου του 1968 και μετά από τρεις ήμερες, στις 10 Σεπτεμβρίου, αναπαύθηκε εν Κυρίω.
Την προτελευταία ήμερα μου είχε πει ο Γέροντας:
- Αύριο θα πεθάνω και θέλω να μη κοιμηθής, για να σε ευλογήσω.
Εγώ τον λυπόμουνα εκείνο το βράδυ, πού κουραζόταν, γιατί συνέχεια τρεις ώρες είχε τα χέρια του επάνω στο κεφάλι μου, με ευλογούσε και με ασπαζόταν για τελευταία φορά. Για να έκφραση και την ευγνωμοσύνη του για το λίγο νερό πού του είχα δώσει στα τελευταία του, μου έλεγε:
- Γλυκό μου Παΐσιο, εμείς, παιδί μου, θα έχουμε αγάπη εις αιώνας αιώνων, η αγάπη είναι ακριβή η δική μας. Εσύ θα κάνης ευχή από εδώ, και εγώ θα κάνω από τον Ουρανό. Πιστεύω ότι θα με ελεήση ο Θεός, γιατί εξήντα χρόνια, παιδί μου, Καλόγηρος, συνέχεια έλεγα Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με.
Έλεγε επίσης:
- Εγώ θα λειτουργώ πια στον Παράδεισο. Εσύ να κάνης ευχή από εδώ, και εγώ θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω. Εάν εσύ θα καθήσης στό Κελλί αυτό, εγώ θα έχω χαρά, αλλά όπως ο Θεός θέλει, παιδί μου. Σου έχω και κουμπάνια, για τρία χρόνια κονσέρβες, και μου έδειχνε, δίπλα, έξι μικρά κουτιά σαρδέλες και αλλά τέσσερα κουτιά καλαμάρια, πού τα είχε φέρει κάποιος από καιρό, και έμειναν στην ίδια θέση, όπου τα είχε αφήσει ο επισκέπτης τότε. (Για μένα αυτές οι κονσέρβες δεν έφθαναν ούτε για μια εβδομάδα).
Ξανά επανελάμβανε ο Γέροντας:
- Εμείς, παιδί μου, θα έχουμε ακριβή αγάπη εις αιώνας αιώνων, και θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω, και τα μάτια του έτρεχαν δάκρυα συνέχεια.
Είναι αλήθεια ότι εκείνες οι δέκα τελευταίες ήμερες πού παρέμεινα κοντά του, ήταν η μεγαλύτερη ευλογία του Θεού για μένα, γιατί βοηθήθηκα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, Αφού μου δόθηκε η ευκαιρία να τον ζήσω λίγο από κοντά και να τον γνωρίσω καλύτερα. Αυτό πού μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν το πόσο στα ζεστα είχε πάρει το θέμα της σωτηρίας της ψυχής! Δίπλα από το κρεβάτι του είχε έτοιμες επιστολές, για να τις ταχυδρομήσω, μόλις πεθάνη, σε γνωστούς του Επισκόπους, για να τον μνημονεύουν. Επίσης μου έδωσε εντολή να φέρω Επίσκοπο να τον διάβαση στον τάφο και να τον αφήσω εκεί - να μη του κάνω την εκταφή - μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χρίστου.
Είχα ειδοποιήσει εν τω μεταξύ στο Μοναστήρι ότι είναι πια στα τελευταία του ο Παπα - Τυχών, και ήρθε ο Πατήρ Βασίλειος, για να τον ετοιμάσουμε. Έβλεπες πια σιγά - σιγά να σβήνη ο Γέροντας, σαν το κανδήλι, πού τελειώνει το λάδι από την κούπα και μένει λίγο στο φυτίλι, και κάνει τις τελευταίες του αναλαμπές.
Έτσι μας έφυγε η αγιασμένη του ψυχή και μας άφησε το σώμα του και ένα μεγάλο κενό. Τον ετοιμάσαμε οι δυο μας και ειδοποιήσαμε το πρωΐ και τους άλλους Πατέρες, και του διάβασαν την νεκρώσιμη ακολουθία οι γνωστοί του Ιερείς με ευλάβεια. Μας άφησε πόνο, φυσικά, στις ψυχές μας με τον αποχωρισμό του, γιατί ή παρουσία του έπαιρνε πόνο και σκορπούσε παρηγοριά. Τώρα πια ο Γέροντας θα μας επισκέπτεται εκείνος από τον Ουρανό και θα μας βοηθάη περισσότερο. Άλλωστε, το είχε ύποσχεθη ο ίδιος: «Εγώ θα έρχωμαι κάθε χρόνο να σε βλέπω».
Πέρασαν τρία χρόνια ολόκληρα, χωρίς να μου παρουσιασθή, και αυτό με έβαλε σε λογισμούς: «μήπως έσφαλα σε κάτι;» Μετά από τρία χρόνια μου έκανε την πρώτη του επίσκεψη. Εάν εννοούσε ο Γέροντας ότι το «...κάθε χρόνο» θα άρχιζε μετά από τα τρία χρόνια, αυτό με παρηγορεί, γιατί έτσι δεν ήμουν εγώ αίτια σ' αυτό το θέμα.
Ή πρώτη λοιπόν φορά ήταν στις 10 Σεπτεμβρίου 1971, βράδυ, μετά το μεσονύκτιο. Ενώ έλεγα την ευχή, βλέπω ξαφνικά τον Γέροντα να μπαίνη στο κελλί! Πετάχτηκα και του έπιασα τα πόδια και τα φιλούσα με ευλάβεια. Δεν κατάλαβα όμως πώς ξεγαντζώθηκε από τα χέρια μου και, καθώς έφευγε, τον είδα να μπαίνη στο Ναό, και εξαφανίστηκε. Φυσικά, τα χάνει κανείς εκείνη την ώρα, όταν συμβαίνουν τέτοια γεγονότα. Ούτε και μπορεί να τα εξήγηση αυτά με την λογική, γι' αυτό και λέγονται θαύματα. Άναψα αμέσως το κερί, γιατί μόνο το κανδήλι είχα αναμμένο, όταν συνέβη αυτό, για να σημειώσω στο ημερολόγιο την ήμερα αυτή πού μου είχε παρουσιασθή ό Γέροντας, για να το θυμάμαι. "Όταν είδα ότι ήταν ή ήμερα πού είχε κοιμηθή ό Γέροντας (10η Σεπτεμβρίου), πολύ λυπήθηκα και ελέγχθηκα, πού μου πέρασε τελείως απαρατήρητη εκείνη η ήμερα. Πιστεύω να με συγχώρησε ο καλός Πατέρας, γιατί εκείνη την ήμερα, από το φώτισμα το ηλιοβασίλεμα, είχα επισκέπτες στο Καλύβι και είχα κουραστή και ζαλιστή και ξεχάστηκα τελείως. Αλλιώς, κάτι θα έκανα για να βοηθηθώ ο ίδιος και να δώσω λίγη χαρά στον Γέροντα με ολονύκτια προσευχή.
Δεν ξέρω εάν είχε παρουσιασθη σε άλλον, πριν από την πρώτη αυτή επίσκεψη πού μου έκανε. Στο Κελλί μου πάντως είχε παρουσιασθή και σ' έναν άγνωστο Μοναχό (πρώην Καρακαλληνό), στον Πατέρα Ανδρέα, ως έξης:
Είχε έρθει στο Κελλί μου, για να τον εξυπηρετήσω σε κάτι πού ήθελε. Φυσικά, ούτε με γνώριζε ούτε και εγώ τον γνώριζα. Περίμενε λοιπόν έξω από το Κελλί μου, κάτω από την ελιά, γιατί νόμιζε ότι απουσιάζω. Εγώ ήμουν μέσα στο εργαστήρι και δεν ακουγόμουνα, γιατί βερνίκωνα εικονάκια. Όταν τελείωσα, έψαλα το Άγιος ο Θεός και! βγήκα έξω. Μόλις με είδε ο Πατήρ Ανδρέας, ξαφνιάστηκε και μου διηγήθηκε με θαυμασμό το έξης γεγονός:
«Ενώ περίμενα κάτω από την ελιά, είχαν κλείσει τα μάτια μου, αλλά τις αισθήσεις μου τις είχα. Βλέπω, λοιπόν, έναν Γέροντα να βγαίνη από εκείνα τα δενδρολίβανα και να μου λέη:
— Ποιόν περιμένεις;
Και εγώ του απήντησα:
-Τον Πατέρα Παΐσιο.
Ό Γέροντας μου είπε:
- Εδώ είναι, και έδειχνε με το δάκτυλο προς το κελλί.
Έκείνη την στιγμή πού έδειχνε, άκουσα να ψέλνης το Άγιος ο Θεός και βγήκες έξω. Αυτός, Πάτερ Παΐσιε, θα είναι κανένας Άγιος, γιατί τους καταλαβαίνω. Έχω ιδεί και άλλες φορές τέτοια!»
Τότε του διηγήθηκα μερικά για τον Γέροντα και του είπα ότι εκεί στα δενδρολίβανα είναι ο τάφος του. Είχα φυτέψει γύρω - γύρω δενδρολίβανα, τα όποια είχαν μεγαλώσει, και δεν διακρινόταν ο τάφος, για να μη πατιέται το Λείψανο του, μια πού μου έδωσε εντολή να μη του κάνω εκταφή.
Νομίζω ότι από τα λίγα αυτά πού ανέφερα και από τα λίγα πού έγραψα γύρω από την ζωή του σεβαστού Γέροντος, πολλά θα καταλάβουν όσοι έχουν εσωτερικά βιώματα. Φυσικά, όσοι ζούνε ταπεινά και στην αφάνεια μπορούν να καταλάβουν πόσο αδικούνται οι Άγιοι, με το να βλέπουμε μόνο τις εξωτερικές αρετές των Αγίων - όσες δεν κρύβονται - και αυτές μόνο να γράφουμε, ενώ ο πνευματικός πλούτος των Αγίων μας είναι σχεδόν άγνωστος. Αυτά τα λίγα, συνήθως, πού έχουμε από τους Αγίους ή τους ξέφυγαν, διότι δεν μπόρεσαν να τα κρύψουν, ή τους ανάγκαζε η μεγάλη τους αγάπη να κάνουν αυτή την πνευματική ελεημοσύνη.
Φυσικά, μόνο ο Θεός γνωρίζει τα πνευματικά μέτρα των Αγίων. Ούτε και οι ίδιοι οι Άγιοι τα γνώριζαν, διότι οι Άγιοι μόνο τις αμαρτίες τους μετρούσαν και όχι τα πνευματικά τους μέτρα. Έχοντας λοιπόν ύπ' όψιν μου το άγιο αυτό τυπικό των Αγίων, πού δεν αναπαύονται στους ανθρώπινους επαίνους, προσπάθησα να περιοριστώ στα απαραίτητα γεγονότα.
Πιστεύω ότι είναι ευχαριστημένος και ο Παπα - Τυχών και δεν θα παραπονεθή, όπως παραπονέθηκε σ' αυτόν ο φίλος του Γερο - Σιλουανός, όταν είχε γράψει για πρώτη φορά τον Βίο του ο Πατήρ Σωφρόνιος. Είχε παρουσιασθή τότε ο Γερο - Σιλουανός στον Παπα - Τύχωνα και του είπε:
-Αυτός ο ευλογημένος Πατήρ Σωφρόνιος πολλά εγκώμια μου έγραψε, δεν το ήθελα.
Γι' αυτό φυσικά είναι και Άγιοι. Επειδή απέφευγαν την ανθρώπινη δόξα, τους δόξασε ο Θεός.
Οι ευχές του Παπα - Τύχωνα και όλων των γνωστών και αγνώστων Αγίων να μας βοηθάνε στα δύσκολα χρόνια πού περνάμε. Αμήν.
πηγή: Από το βιβλίο «ΑΓΙΟΡΕΙΤΑΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΑ» του Γέροντος Παισίου Αγιορείτου

Ο π. Τύχων κι ο ληστής


Κάποτε του είχε στείλει κάποιος από την Αμερική μια επιταγή. Την ώρα όμως
πού την έπαιρνε ο Γέροντας από το Ταχυδρομείο, τον
είδε ένας κοσμικός και νικήθηκε από τον πειρασμό της
φιλαργυρίας. Πήγε λοιπόν την νύχτα στο Κελλί του
Γέροντα, για να τον ληστέψη, με τον λογισμό ότι θα
εύρισκε και άλλα χρήματα, χωρίς να ξέρη ότι και εκείνα
πού είχε πάρει ο Γέροντας τα είχε δώσει την ίδια ώρα
στον κυρ - Θόδωρο, για να πάρη ψωμιά για τους
φτωχούς. Αφού τον βασάνισε αρκετά τον Γέροντα - τον
έσφιγγε με ένα σχοινί στον λαιμό του - διεπίστωσε ότι
πράγματι δεν είχε χρήματα και ξεκίνησε να φυγή. Ό
Παπα - Τυχών του είπε:
- Θεός συγχωρέσοι, παιδί μου.
Ό κακοποιός αυτός άνθρωπος πήγε και σε άλλον Γέροντα με τον ίδιο σκοπό,
αλλά εκεί τον έπιασε ή Αστυνομία, και ομολόγησε μόνος του ότι είχε πάει και
στον Παπα - Τύχωνα. Ό Αστυνόμος έστειλε χωροφύλακα και ζήτησε τον
Γέροντα για ανάκριση, επειδή θα γινόταν η δίκη του κλέφτη. Ό Γέροντας
στενοχωρέθηκε γι' αυτό και έλεγε στον χωροφύλακα:
- Παιδί μου, εγώ τον συγχώρεσα με όλη την καρδιά μου τον κλέφτη.
Εκείνος όμως δεν έδινε καθόλου σημασία στα λόγια του Γέροντα, γιατί
εκτελούσε ανώτερη διαταγή, και τον τραβούσε και του έλεγε: - Άντε,
γρήγορα, Γέροντα! εδώ δεν έχει συγχώρεση και «ευλόγησαν».
Τελικά τον λυπήθηκε ο Διοικητής και τον άφησε από την Ιερισσό να γυρίση
στο Κελλί του, επειδή έκλαιγε σαν μωρό παιδί, γιατί νόμιζε ότι θα γίνη και
αυτός αιτία να τιμωρηθή ο κλέφτης.
Όταν το θυμόταν αυτό το περιστατικό, δεν μπορούσε να το χωρέση στο
μυαλό του και μου έλεγε:
- Πά-πά-πά, παιδί μου! αυτοί οι κοσμικοί άλλο τυπικό έχουν" δεν έχουν το
«εύλόγησον», «Θεός συγχωρέσοι».

27 Οκτωβρίου 2013

Ύψώστε στά μπαλκόνια τή γαλανόλευκη.



ΕΛΛΗΝΕΣ..!!!
Ύψώστε στά μπαλκόνια τή γαλανόλευκη.
Βγάλτε τή άπό τά σεντούκια κι άς έχουμε κατοχή.
Σηκώστε τή ψηλά νά κυματίσει τά γαλάζιο μές τού ουρανού τή μουντάδα.
Βοηθήστε τό φώς νά ξαναγγίξει αύτή τή γή πού μάς γέννησε... Έτσι…
Νά βλέπουν οί οχτροί μάς τή γή πού είναι δική μάς.
Νά βλέπουν οί προδότες τό χρώμα πού πουλήσαν.
Νά βλέπουν οί πατριώτες πόσο ψηλά μπορεί νά άνέβει ή ψυχή μάς.
Εδώ είναι το 21, εδώ καί τό 40 κι όποιος σκιάζεται τί θά γίνει στόν καναπέ τού γιά πάντα άς μείνει.
Αύτός ό τόπος χωράει μόνο λεβεντιά.
Κάθε αναπνοή γεμίζει τά πνευμόνια μέ λευτεριά.
Αύτήν, δέν τήν πουλάς μέ υπογραφές στά χαρτιά...!!!


πηγη

22 Οκτωβρίου 2013

ΛΑΤΡΕΥΤΙΚΕΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΕΣ


Η γαστριμαργία

Η γαστριμαργία είναι ένα ελάττωμα, ένα πάθος, που μας παρακινεί να τρώμε και να πίνουμε περισσότερο απ΄ όσο χρειάζεται το σώμα μας για να συντηρηθεί. Οι άγιοι Πατέρες, και μάλιστα ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, λένε ότι πρόκειται για βαρειά αμαρτία, όπως αποδεικνύεται από την ιστορία του ανθρωπίνου γένους: Αυτή εξόρισε τον Αδάμ από τον παράδεισο, αυτή προκάλεσε τον μεγάλο κατακλυσμό, αυτή έκανε τους Ισραηλίτες ειδωλολάτρες, αυτή έριξε τους ανθρώπους σε μύρια άλλα κακά.

Η γαστριμαργία είναι η θύρα, μέσ΄από την οποία περνούν πολλά πάθη και αμαρτήματα, με πρώτη την πορνεία, όπως γράψαμε στο σχετικό κεφάλαιο. Όποιος, λοιπόν, νικήσει τη γαστριμαργία, πολύ εύκολα θα νικήσει στη συνέχεια και τ΄άλλα πάθη, που αυτή τρέφει.

Στη γαστριμαργία συνήθως πέφτουμε με πέντε τρόπους, δηλαδή σε σχέση

α) με το χρόνο, όταν τρώμε συχνότερα απ΄όσο πρέπει ή νωρίτερα από την κατάλληλη ώραβ) με την ποσότητα, όταν τρώμε και πίνουμε περισσότερο απ΄όσο μας χρειάζεται

γ) με την ποιότητα, όταν επιζητούμε πλούσια, ακριβά και εξεζητημένα φαγητά,

δ) με τον τρόπο, όταν τρώμε με βουλιμία, και

ε) με τη μέριμνα, όταν σπαταλάμε μεγάλο μέρο του πολύτιμου χρόνοου της ζωής μας σε γαστρονομικές φροντίδες και ασχολίες.

Η γαστριμαργία είναι πάντοτε αμάρτημα, πλήν όμως όχι θανάσιμο, όταν απλά προτιμάς τα πιο νόστιμα και φροντισμένα φαγητά ή δεν τηρείς με απόλυτη ακρίβεια τον κανόνα των καθορισμένων γευμάτων ή τρως περιστασιακά λίγο περισσότερο κ.ό.κ. Γίνεται όμως θανάσιμο,

α) όταν προξενεί βλάβη και σκάνδαλο στον πλησίον,

β) όταν γνωρίζεις ότι θα πάθεις κάποια ζημιά (λ.χ. σοβαρή ασθένεια) και δεν εγκρατεύεσαι,

γ) όταν ξοδεύεις πάρα πολλά χρήματα για να τρως πλούσια, τη στιγμή που ο πλησίον σου στερείται τα αναγκαία και δεν τον ελεείς,

δ) όταν, χωρίς να εμποδίζεσαι από κάποιαν αρρώστια, δεν τηρείς τις καθορισμένες από την Εκκλησία μας νηστείες.

Αυτά όλα είναι θανάσιμα αμαρτήματα. Μα κι αν δεν ήταν, θα΄πρεπε να πολεμούσαμε τη γαστριμαργία, γιατί μας βλάπτει και σωματικά. Είναι πια πασίγνωστο, πώς οι κοιλιόδουλοι και οι μέθυσοι καταστρέφουν την υγεία τους, φθείρουν τον οργανισμό τους και έχουν κακό τέλος. Απεναντίας, οι λιτοδίαιτοι έχουν ως τα γεράματά τους καλή υγεία, ζωτικότητα και ευρωστία.

Μεγαλύτερη αξία, βέβαια, από την υγεία του σώματος έχει η υγεία της ψυχής, που βλάπτεται επίσης από τη γαστριμαργία, αφού, όπως είπαμε, απ΄αυτή γεννιούνται πολλά άλλα πάθη. Για να λυτρωθείς λοιπόν από το ελάττωμα τούτο, πρόσεξε όσα θα διαβάσεις παρακάτω.

Πρώτα-πρώτα μην ξεχνάς, πόσο μεγάλο είναι το βάρος, πόση η ταλαιπωρία που προξενούν στο στομάχι τα πολλά και καρυκευμένα φαγητά, και πόσο μικρή, αντίθετα, η απόλαυσή τους, που δεν κρατάει παρά μόνο όσην ώρα τα έχεις στο στόμα σου. Μόλις περάσουν το λαιμό, δεν μένει πια ίχνος νοστιμιάς και ηδονής. Πές μου, από τα τόσα συμπόσια και τα γιορταστικά τραπέζια στα οποία βρέθηκες, απ΄όλες τις λιχουδιές που γεύτηκες, απ΄όλα τα γλυκόπιοτα κρασιά που δοκίμασες, τι σου έμεινε; Ασφαλώς τίποτα. Είτε έφαγες είτε δεν έφαγες, το ίδιο είναι. Γι΄αυτό, όταν ο λογισμός και η επιθυμία σε σπρώχνουν στη γαστριμαργία, ξεγέλασέ τα με τη σκέψη πως έφαγες και ήπιες ήδη, και πώς η απόλαυση πέρασε. Και πράγματι, αν απόψε εσύ απολαύσεις διάφορα γευστικά φαγητά και ποτά, και ένας φτωχός ή ένας ασκητής περάσει μόνο με ψωμί και νερό, πές μου, αύριο το πρωί θαέχετε καμιά διαφορά στην αίσθηση της γεύσης; Όχι, θ΄αποκριθείς. Και σωστά. Θα έχετε όμως, προσθέτω εγώ, διαφορά στην ψυχική κατάσταση, γιατί εσύ θα έχεις όχι μόνο το στομάχι σου βαρύ, απ΄τα μπαχαρικά και το κρασοπότι, μα και την ψυχή σου βαρειά απ΄την κραιπάλη, ενώ εκείνος θα έχει και το στομάχι του ελαφρύ και την ψυχή του ωφελημένη με το μισθό της φτώχειας και της ασκήσεως.

Ύστερα, να θυμάσαι πάντα τις ζημιές που σου προξενεί αυτό το πάθος, τη σπατάλη, τον κόπο, το χασομέρι, τις αρρώστιες, την απροθυμία στα πνευματικά έργα, και πάνω απ΄όλα την αιώνια πείνα και δίψα, που σε περιμένει μετά τον σωματικό θάνατο στην άλλη ζωή. Γιατί ο Κύριος το είπε ξεκάθαρα: "Αλίμονο σ΄εσάς που τώρα είστε χορτάτοι, γιατί θα πεινάσετε" (Λουκ. 6:25).

Να θυμάσαι ακόμα το μεγάλο δείπνο, για το οποίο μίλησε ο Χριστός (Λουκ. 14:16-24) και όπου είμαστε όλοι καλεσμένοι. Αν ποθείς ν΄απολαύσεις το πανευφρόσυνο και τρισευλογημένο ουράνιο δείπνο, που θα διαρκέσει αιώνια, ασκήσου τώρα στην εγκράτεια, που θα σου εξασφαλίσει τις προϋποθέσεις της συμμετοχής σ΄αυτό. Γιατί πραγματικά είναι "μακάριος όποιος θα πάρει μέρος στο τραπέζι της βασιλείας του Θεού" (Λουκ. 14:15).

Να θυμάσαι, τέλος, το παράδειγμα του Λυτρωτή μας, που νήστεψε στην έρημο σαράντα ημέρες και μετά κατατρόπωσε το διάβολο (Ματθ. 4:1-11), καθώς και τόσων αγίων και ασκητών, πού, όπως διαβάζουμε στα συναξάρια, έκαναν καταπληκτικά θαύματα κι έβγαζαν από τους ανθρώπους τα δαιμόνια, χάρη στην προσευχή και τη νηστεία τους. Αυτό, άλλωστε, το βεβαίωσε και ο Κύριος, λέγοντας ότι το γένοςτων δαιμόνων "δεν βγαίνει παρά μόνο με προσευχή και νηστεία" (Ματθ. 17:21).

Πρέπει, όμως, να ξέρεις και τούτο, πώς όποιος νηστεύει και εγκρατεύεται από φαγητά και ποτά με γογγυσμό και απροθυμία, χάνει το μισθό του. Ο γνήσιος εργάτης της εγκράτειας είναι ιλαρός, ολοπρόθυμος, όλος αγαλλίαση, γιατί ξέρει πόσο ωφελείται απ΄αυτήν. Όποιος πάλι νηστεύει για την ανθρωπαρέσκεια, δεν εκπληρώνει το σκοπό της εγκράτειας, που είναι η δόξα του Θεού.

Πιο πολύ από την πολυφαγία να φοβάσαι την πολυποσία, γιατί το κρασί, το ρακί και όλα τα όμοια ποτά θολώνουν το νου και διεγείρουν τα σαρκικά πάθη. Όταν μάλιστα φτάσει να πιει κανείς τόσο πολύ, ώστε να μεθύσει, χάνει τον έλεγχο των πράξεών του, γίνεται παιχνίδι στα χέρια των ανθρώπων και των δαιμόνων, και μπορεί να φτάσει ακούσια ως το έγκλημα. Γι΄αυτό πρέπει να φυλάγονται από την οινοποσία όσοι ποθούν σωτηρία ψυχής, και προπαντός οι νέοι, οι κληρικοί και οι μοναχοί.

Η σάρκα, αδελφέ, είναι εχθρός πανούργος και δόλιος. Όσο την τρέφεις και την περιπποιείσαι, τόσο σε πολεμάει και σε σπρώχνει στην αμαρτία. Όσο την αφήνεις νηστική και την ταλαιπωρείς, τόσο εξασθενίζει και υποχωρεί. Αν, λοιπόν, θέλεις να την υποτάξεις στο νου, πολέμησέ την με την εγκράτεια, τη μητέρα των αρετών και του αγιασμού.





                                     Σου αρεσε; Γίνε μέλος στο facebook

Τα θαύματα των Ελλήνων

Κωνσταντίνος Χολέβας –Πολιτικός Επιστήμων 
Συνεχίζονται και εφέτος οι εκδηλώσεις για τα 100 χρόνια από τους νικηφόρους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13. Ήταν πράγματι ένα θαύμα της ελληνικής ψυχής το γεγονός ότι απελευθερώθηκαν ιστορικά ελληνικά εδάφη από μία μικρή Ελλάδα , η οποία είχε πτωχεύσει το 1893, είχε ηττηθεί στρατιωτικά το 1897 και βρισκόταν υπό Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο (αντίστοιχο με την τρόικα ) από το 1898.

Πέραν, όμως, των πολεμικών κατορθωμάτων αξίζει να θυμηθούμε και ένα ειρηνικό επίτευγμα που υλοποιήθηκε πριν από 100 ακριβώς χρόνια και καταδεικνύει ότι μπορούμε να είμαστε και οργανωτικοί και συντονισμένοι και αποτελεσματικοί. Όπως με πληροφόρησε φίλος ιατρός που αγαπά την ιστορία, στις αρχές του 1913 και μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, το Υγειονομικό του Στρατού μας εμβολίασε 500.000 ανθρώπους μέσα σε λίγους μήνες κατά της χολέρας και άλλων επιδημιών. Οι εποχές ήταν δύσκολες, υπήρχαν ασθένειες που σήμερα θεωρούνται ξεχασμένες και οι συνθήκες του πολέμου προκαλούσαν τη μαζική συγκέντρωση αμάχων ή στρατιωτών, άρα και την ευκολότερη διάδοση των επιδημιών και των λοιμωδών νόσων. Ο Βουλγαρικός και ο Σερβικός στρατός είχαν μεγάλες απώλειες από τη χολέρα. Οι Έλληνες, οι παππούδες μας, τα κατάφεραν και την απέφυγαν.

Μία φτωχή Ελλάδα, με πενιχρά μέσα στηρίχθηκε στην αυταπάρνηση και στην επιστημοσύνη των στρατιωτικών ιατρών και νοσοκόμων και έστησε 29 ιατρεία μέσα στη Θεσσαλονίκη σε ελάχιστο χρόνο. Εμβολιάσθηκαν συνολικά 150.000 στρατιώτες και 350.000 άμαχοι. Η θνησιμότητα περιορίσθηκε σε απειροελάχιστο ποσοστό. Κοπέλλες από επιφανείς οικογένειες της Θεσσαλονίκης προσέφεραν εθελοντικά υπηρεσίες ως νοσοκόμες. Ιατροί από όλα τα σημεία όπου ζούσαν Έλληνες κατατάχθηκαν εθελοντικώς και βοήθησαν ως απλοί στρατιώτες του Υγειονομικού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφοράς ο Σμυρναίος ιατρός Απόστολος Ψαλτώφ, ο οποίος κατετάγη στον Ελληνικό Στρατό χωρίς να έχει υποχρέωση και μάλιστα προσέφερε με δικά του έξοδα πολλά χειρουργικά εργαλεία.

Τα γράφω αυτά όχι μόνο για να τιμήσουμε τη μνήμη των αγωνιστών της ανθρωπιάς και των ειρηνικών επιτευγμάτων. Αλλά και για να πάρουμε λίγες δυνάμεις και να αντλήσουμε συγκρατημένη αισιοδοξία για το παρόν. Μην ακούτε τις ειρωνείες των γερμανικών εφημερίδων ότι έχουμε μόνον ελαττώματα. Μπορούμε να κάνουμε θαύματα όταν είμαστε ενωμένοι και αποφασισμένοι. Στα δύσκολα δείχνουμε τον καλύτερο εαυτό μας. Ας το αποδείξουμε και τώρα!

Κωνσταντῖνος ΙΑ´ Παλαιολόγος - Ἡ τελευταία ὁμιλία πρὸς τὸν λαόν (ὀλίγον πρὸ τῆς Ἁλώσεως)

                                            Ἀπὸ τὸ Χρονικὸν τοῦ Μεγάλου Λογοθέτου Γεωργίου Σφραντζῆ ἢ Φραντζῆ
                                                                                                        Ἐκδοθὲν ἐν Κερκύρᾳ ἔτει 1477
Ἐμεῖς μέν, εὐγενέστατοι Ἄρχοντες καὶ ἐκλαμπρότατοι δήμαρχοι καὶ στρατηγοὶ καὶ γενναιότατοι στρατιῶται καὶ πᾶς ὁ πιστὸς καὶ τίμιος λαός, καλὸς οἴδατε ὅτι ἔφθασεν ἡ Ὥρα καὶ ὁ ἐχθρὸς τῆς πίστεως ἡμῶν βούλεται ἵνα μετὰ πάσης τέχνης καὶ μηχανῆς ἰσχυροτέρως στενοχωρήσῃ ἡμᾶς καὶ πόλεμον σφοδρὸν μετὰ συμπλοκῆς μεγάλης καὶ συρρήξεως ἐκ τῆς χέρσου καὶ θαλάσσης δώσῃ ἡμῶν μετὰ πάσης δυνάμεως, ἵνα, εἰ δυνατόν, ὡς ὄφις τὸν ἰὸν ἐκχύσῃ καὶ ὡς λέων ἀνήμερος καταπίῃ ἡμᾶς. Διὰ τοῦτο λέγω καὶ παρακαλῶ ὑμᾶς ἵνα στῆτε ἀνδρείως καὶ μετὰ γενναίας ψυχῆς, ὡς πάντοτε ἕως τοῦ νῦν ἐποιήσατε, κατὰ τὸν Ἐχθρῶν τῆς πίστεως ἡμῶν. Παραδίδωμι δὲ ὑμῖν τὴν ἐκλαμπροτάτην καὶ περίφημον ταύτην πόλιν καὶ πατρίδα ἡμῶν καὶ βασιλεύουσαν τῶν πόλεων. Καλῶς οὖν οἴδατε, ἀδελφοί, ὅτι διὰ τέσσερά τινα ὀφείλεται κοινῶέ ἐσμεν πάντες ἵνα προτιμήσωμεν ἀποθανεῖν μᾶλλον ἢ ζῆν, πρῶτον μὲν ὅπερ τῆς πίστεως ἡμῶν καὶ εὐσεβείας, δεύτερον δὲ ὅπερ πατρίδος, τρίτον ὅπερ τοῦ βασιλέως ὡς Χριστοῦ Κυρίου, καὶ τέταρτον ὅπερ συγγενῶν καὶ φίλων. Λοιπόν, ἀδελφοί, ἐὰν χρεῶσταί ἐσμεν ὑπὲρ ἑνὸς ἐκ τῶν τεσσάρων ἀγωνίζεσθαι ἕως θανάτου πολλὰ μᾶλλον ὅπερ πάντων ἡμεῖς, ὡς βλέπετε προφανῶς, καὶ ἐκ πάντων μέλλομεν ζημιωθῆναι.

Ἐὰν διὰ τὰ ἐμὰ πλημμελήματα παραχωρήσῃ ὁ Θεὸς τὴν νίκην τοῖς ἀσεβέσιν, ὅπερ τῆς πίστεως ἡμῶν τῆς Ἁγίας, ἣν Χριστὸς ἐν τῷ οἰκείῳ αἵματι ἡμῖν ἐδωρήσατο, κινδυνεύομεν, ὅ ἐστι κεφάλαιον πάντων. Καὶ ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδίσῃ τις καὶ τῶν ψυχῶν ζημιωθῇ, τί τὸ ὄφελος; Δεύτερον πατρίδα περίφημον τοιούτως ὑστερούμεθα καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἡμῶν. Τρίτον βασιλείαν τήν ποτε μὲν περιφανῆ, νῦν δὲ τεταπεινωμένην καὶ ἐξουθενωμένην ἀπωλέσαμεν, καὶ ὑπὸ τοῦ τυράννου καὶ ἀσεβοῦς ἄρχεται. Τέταρτον δὲ καὶ φιλτάτων τέκνων καὶ συμβίων καὶ συγγενῶν ὑστερούμεθα. Αὐτὸς δὲ ὁ ἀλιτήριος ὁ ἀμηρᾶς πεντήκοντα καὶ ἑπτὰ ἡμέρας ἄγει σήμερον ἀφ᾿ οὗ ἡμᾶς ἐλθὼν ἀπέκλεισεν καὶ μετὰ πάσης μηχανῆς καὶ ἰσχύος καθ᾿ ἡμέραν τε καὶ νύκτα οὐκ ἐπαύσατο πολιορκῶν ἡμᾶς καὶ χάριτι τοῦ παντεπόπτου Χριστοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐκ τῶν τειχῶν μετὰ αἰσχύνῃς ἄχρι τοῦ νῦν πολλάκις κακῶς ἀπεπέμφθη. Τὰ νῦν δὲ πάλιν, ἀδελφοί, μὴ δειλιάσητε, ἐὰν καὶ τοῖχος μακρόθεν ὀλίγον ἐκ τῶν κρότων καὶ τῶν πτωμάτων τῶν ἐλεπόλεων ἔπεσε, διότι, ὡς ὑμεῖς θεωρεῖτε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἐδιορθώσαμεν πάλιν αὐτό. Ἡμεῖς πᾶσαν τὴν ἐλπίδα εἰς τὴν ἄμαχον δόξαν τοῦ Θεοῦ ἀνεθέμεθα, οὗτοι ἐν ἅρμασι καὶ οὖτοι ἐν ἵπποις καὶ δυνάμει καὶ πλήθει, ἡμεῖς δὲ ἐν ὀνόματι Κυρίου τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν πεποίθαμεν, δεύτερον δὲ καὶ ἐν ταῖς ἡμετέραις χερσὶ καὶ ῥωμαλεότητι, ἣν ἐδωρήσατο ἡμῖν ἡ θεία δύναμις. Γνωρίζω δὲ ὅτι αὕτη ἡ μυριαρίθμητος ἀγέλη τῶν ἀσεβῶν, καθὼς ἡ αὐτῶν συνήθεια, ἐλεύσονται καθ᾿ ἡμῶν μετὰ βαναύσου καὶ ἐπηρμένης ὀφρῦος καὶ θάρσους πολλοῦ καὶ βίας, ἵνα διὰ τὴν ὀλιγότητα ἡμῶν θλίψωσι καὶ ἐκ τοῦ κόπου στενοχωρήσωσι, καὶ μετὰ φωνῶν μεγάλων καὶ ἀλαλαγμῶν ἀναριθμήτων, ἵνα ἡμᾶς φοβήσωσι. Τὰς τοιαύτας αὐτῶν φλυαρίας καλῶς οἴδατε, καὶ οὐ χρῇ λέγειν περὶ τούτων. Καὶ ὥρα ὀλίγοι τοιαῦτα ποιήσωσι, καὶ ἀναριθμήτους πέτρας καὶ ἕτερα βέλη καὶ ἐλεβολίσκους, ὡσεὶ ἄμμον θαλασσῶν ἄνωθεν ἡμῶν πτήσουσι, δι᾿ ὧν, ἐλπίζω γάρ, οὐ βλάψωσι, διότι ὑμᾶς θεωρῶ καὶ λίαν ἀγάλλομαι καὶ τοιαύταις ἐλπίσι τὸν λογισμὸν τρέφομαι, ὅτι εἰ καὶ ὀλίγοι πάνυ ἐσμέν, ἀλλὰ πάντες ἐπιδέξιοι καὶ ἐπιτήδειοι ῥωμαλέοι τε καὶ ἰσχυροὶ καὶ μεγαλήτορες καὶ καλῶς προπαρασκευασμένοι ὑπάρχετε. Ταῖς ἀσπίσιν ὑμῶν καλῶς τὴν κεφαλὴν σκέπεσθε ἐπὶ τῇ συμπλοκῇ καὶ συρρήξει. Ἡ δεξιὰ ὑμῶν ἡ τὴν ῥομφαῖαν ἔχουσα μακρὰν ἔστω πάντοτε. Αἱ περικεφαλαίαι ὑμῶν καὶ οἱ θώρακες καὶ οἱ σιδηροῖ ἱματισμοὶ λίαν εἰσὶν ἱκανοὶ ἅμα καὶ τοῖς λοιποῖς ὅπλοις, καὶ ἐν τῇ συμπλοκῇ ἔσονται πάνυ ὠφέλιμα, ἃ οἱ ἐνάντιοι οὐ χρῶνται, ἀλλ᾿ οὔτε κέκτηνται.

Καὶ ὑμεῖς ἔσωθεν τῶν τειχῶν ὑπάρχετε σκεπόμενοι, οἱ δὲ ἀσκεπεῖς μετὰ κόπου ἔρχονται. Διό, ὦ συστρατιῶται γίγνεσθε ἕτοιμοι καὶ στερεοὶ καὶ μεγαλόψυχοι διὰ τοὺς οἰκτιρμοὺς τοῦ Θεοῦ. Μιμηθῆτε τούς ποτε τῶν Καρχηδονίων ὀλίγους ἐλέφαντας, πὼς τοσοῦτον πλῆθος ἵππων Ῥωμαίων τῇ φωνῇ καὶ θέᾳ ἐδίωξαν, καὶ ἐὰν ζῷον ἄλογον ἐδίωξε πόσον μᾶλλον ἡμεῖς ἡ τῶν ζῴων καὶ ἀλόγων ὑπάρχοντες κύριοι, καὶ οἱ καθ᾿ ἡμῶν ἐρχόμενοι ἵνα παράταξιν μεθ᾿ ἡμῶν ποιήσωσιν ὡς ζῷα ἄλογα καὶ χείρονές εἰσιν. Οἱ πέλται ὑμῶν καὶ ῥομφαῖοι καὶ τὰ τόξα καὶ ἀκόντια πρὸς αὐτοὺς πεμπέτωσαν παρ᾿ ἡμῶν. Καὶ οὕτως λογίσθητε ὡς ἐπὶ ἀγρίων χοίρων καὶ πληθὺν κυνήγιον, ἵνα γνώσωσιν οἱ ἀσεβεῖς ὅτι οὐ μετὰ ἀλόγων ζῴων ὡς αὐτοί, παράταξιν ἔχουσιν, ἀλλὰ μετὰ κυρίων καὶ αὐθεντῶν αὐτῶν καὶ ἀπογόνων Ἑλλήνων καὶ Ῥωμαίων. Οἴδατε καλῶς ὅτι ὁ δυσσεβὴς αὐτὸς ὁ ἀμηρὰς καὶ ἐχθρὸς τῆς ἁγίας ἡμῶν πίστεως χωρὶς εὔλογον αἰτίας τινος τὴν ἀγάπην ἣν εἴχομεν ἔλυσεν, καὶ τοὺς ὅρκους αὐτοῦ τοὺς πολλοὺς ἠθέτησεν ἀντ᾿ οὐδενὸς λογιζόμενος καὶ ἐλθὼν αἰφνιδίως φρούριον ἐποίησεν ἐπὶ τὸ στενὸν τοῦ Ἀσωμάτου, ἵνα καθ᾿ ἑκάστην ἡμέραν δύνηται βλάπτειν ἡμᾶς. Τοὺς ἀγροὺς ἡμῶν καὶ κήπους καὶ παραδείσους καὶ οἴκους πυριαλώτους ἐποίησε, τοὺς ἀδελφοὺς ἡμῶν τοὺς Χριστιανοὺς ὅσους εὗρεν, ἐθανάτωσε καὶ ἠχμαλώτευσε, τὴν φιλίαν ἡμῶν ἔλυσεν. Τοὺς δὲ τοῦ Γαλατᾶ, ἐφιλίωσε, καὶ αὐτοὶ χαίρονται, μὴ εἰδότες καὶ αὐτοὶ οἱ ταλαίπωροι τὸν τοῦ γεωργοῦ παιδὸς μῦθον, τοῦ ἐψήνοντος τοὺς κοχλίας καὶ εἰπόντος. Ὦ ἀνόητα ζῷα, καὶ τὰ ἐξῇς.Ἐλθὼν οὖν ἀδελφοί, ἡμᾶς ἀπέκλεισε, καὶ καθ᾿ ἑκάστην τὸ ἀχανὲς αὐτοῦ στόμα χάσκων, πῶς εὕρῃ καιρὸν ἐπιτήδειον ἵνα καταπίῃ ἡμᾶς καὶ τὴν πόλιν ταύτην, ἣν ἀνήγειρεν ὁ τρισμακάριστος ἐκεῖνος καὶ τῇ πανάγνῳ δεσποίνῃ ἡμῶν Θεοτόκῳ καὶ ἀειπαρθένῳ Μαρίᾳ ἀφιέρωσεν καὶ ἐχαρίσατο τοῦ κυρίαν εἶναι καὶ βοηθὸν καὶ σκέπην τῇ ἡμετέρα πατρίδι καὶ καταφύγιον τῶν Χριστιανῶν, ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων τὸ καύχημα πᾶσι τοῖς οὖσιν ὑπὸ τὴν τοῦ ἡλίου ἀνατολήν. Καὶ οὖτος ὁ ἀσεβέστατος τήν ποτε περιφανῆ καὶ ὀμφακλίζουσαν ὡς ῥόδον τοῦ ἀγροῦ βούλεται ποιήσαι ὑπ᾿ αὐτόν. Ἣ ἐδούλωσε σχεδόν, δύναμαι εἰπεῖν, πᾶσαν τὴν ὑφ᾿ ἥλιον καὶ ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτῆς Πόντον καὶ Ἀρμενίαν, Περσίαν καὶ Παμφλαγονίαν, Ἀμαζόνας καὶ Καππαδοκίαν, Γαλατίαν καὶ Μηδίαν, Κολχοὺς καὶ Ἴβηρας, Βοσποριανοὺς καὶ Ἀλβάνους, Συρίαν καὶ Κιλικίαν καὶ Μεσσοποταμίαν, Φοινίκην, Βακτριανοὺς καὶ Σκύθας, Μακεδονίαν καὶ Θετταλίαν, Ἑλλάδα, Βοιωτία, Λοκροὺς καὶ Αἰτωλούς, Ἀκαρνανίαν, Ἀχαΐαν καὶ Πελοπόννησον, Ἤπειρον καὶ τὸ Ἰλλυρικὸν Λύχνιτας κατὰ τὸ Ἀδριατικόν, Ἰταλίαν, Τουσκίνους, Κέλτους καὶ Κελτογαλάτας, Ἰβηρίαν τε καὶ ἕως τῶν Γαδείρων, Λιβύαν καὶ Μαυριτανίαν καὶ Μαυρουσίαν, Αἰθιοπίαν, Βελέδας, Σκούδην, Νουμιδίαν καὶ Ἀφρικὴν καὶ Αἴγυπτον, αὐτὸς τὰ νῦν βούλεται δουλώσαι καὶ τὴν κυριεύουσαν τῶν πόλεων, ζυγῷ ὑποβαλεῖν καὶ δουλείᾳ καὶ τὰς ἁγίας ἐκκλησίας ἡμῶν, ἔνθα ἐπροσκυνεῖτο ἡ Ἁγία Τριὰς καὶ ἐδοξολογεῖτο τὸ πανάγιον, καὶ ὅπου οἱ ἄγγελοι ἠκούοντο ὑμνεῖν τὸ θεῖον καὶ τὴν ἔνσαρκον τοῦ Θεοῦ Λόγου οἰκονομίαν, βούλεται ποιῆσαι προσκύνημα τῆς αὐτοῦ βλασφημίας καὶ τοῦ φληναφοῦ ψευδοπροφήτου Μωάμεθ, καὶ κατοικητήριον ἀλόγων καὶ καμήλων. Λοιπὸν ἀδελφοὶ καὶ συστρατιῶται, κατὰ νοῦν ἐνθυμηθῆτε ἵνα τὸ μνημόσυνον ὑμῶν καὶ ἡ μνήμη καὶ ἡ φήμη καὶ ἡ ἐλευθερία αἰωνίως γενήσηται.
Πηγή εδώ

«Κύριε, μη με ελεήσεις»

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε σε κάποιο χωριό της πατρίδος μας ένας νέος, που από μικρός είχε τον πόθο να γίνει ασκητής. Υπήρχαν όμως κάποιες δυσκολίες: Ήταν αγράμματος, βραδύγλωσσος, λίγο
βραδύνους και με οικογενειακές υποχρεώσεις.

Όμως στην ηλικία των 40 περίπου ετών μπόρεσε να πραγματοποιήσει τη κρυφή του αγία επιθυμία. Έφυγε από το χωριό του και περιπλανώμενος από τόπου εις τόπο κατέληξε σε ένα ερημονήσι, όπου βρήκε ένα γέρο ασκητή που του ανέπαυε την καρδιά και έγινε υποτακτικός του.
Με έκπληξη λοιπόν παρατηρούσε ότι: όταν προσευχόταν ο Γέροντάς του έλαμπε ολόκληρος, και ιδιαιτέρως όταν παρακλητικά και μετά δακρύων έλεγε «Κύριε, ελέησόν με».
Ο Γέρων-ασκητής ήταν και αυτός αγράμματος, αλλά οι συμβουλές του ήταν πολύτιμες και γεμάτες σοφία και όλη του η πνευματική προσπάθεια συγκεντρώνετο στο πως να μάθει να προσεύχεται και ο υποτακτικός του με το «Κύριε, ελέησόν με».
Την τελευταία ημέρα της ζωής του ο Γέροντας ασκητής χάρισε στον υποτακτικό του το τρίχινο μισοτριμμένο ράσο του, ξάπλωσε κάτω, έκανε τον σταυρό του και λέγοντας τρεις φορές «Κύριε, ελέησόν με», «Κύριε, ελέησόν με», «Κύριε, ελέησόν με» η οσιακή του ψυχή πέταξε στον ουρανό.

Μετά την κοίμηση και ταφή του Γέροντος του ο εν λόγω υποτακτικός ζούσε πλέον ολομόναχος στο ερημονήσι ως ασκητής και ησυχαστής μέσα σε μια σπηλιά, ακολουθώντας το ίδιο τυπικό προσευχής και κανόνων που παρέλαβε από τον Γέροντά του. Έτσι πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια, χωρίς να δει ποτέ του άνθρωπο.

Με το πέρασμα όμως των ετών και με την βραδυγλωσσία και βραδύνοια που τον διέκρινε, μπέρδευε τα λόγια της Ευχής προσευχόμενος έλεγε «Κύριε, μη με ελεήσεις».

Η καρδιά του όμως ήταν δοσμένη ολόκληρη στον Θεό, για αυτό και δάκρυα έτρεχαν άφθονα από τα γεροντικά του μάτια, όταν μέρα-νύχτα προσευχόταν με κατάνυξη και συντριβή, επαναλαμβάνοντας χιλιάδες φορές το «Κύριε, μη με ελεήσεις».

Κάποια ανοιξιάτικη μέρα ένα καράβι άραξε κοντά στο ερημονήσι. Ένας από τους επιβάτες του ήταν και ο επίσκοπος της επαρχίας εκείνης και ο καπετάνιος για να τον ξεκουράσει και να τον ευχαριστήσει τον πήρε με μια βάρκα κα πήγαν στο νησί για να περπατήσουν.
Αντίκρυσαν εκεί ένα μονοπάτι το οποίο ακολούθησαν και έφτασαν μπροστά σε μια σπηλιά όπου από μέσα άκουσαν την πονεμένη προσευχή του ασκητού που έλεγε συνεχώς «Κύριε, μη με ελεήσεις».
Προχώρησε ο επίσκοπος και είδε ένα σκελετωμένο γέροντα ασκητή, με μάτια βαθουλωμένα μέσα στις κόγχες τους, να είναι γονατιστός και ολόλαμπρος' να προσεύχεται και να κλαίει.

Ο δεσπότης με πολλή συστολή προσπάθησε να του πει οτι αυτή η προσευχή του δεν είναι σωστή και πρέπει να λέει «Κύριε, ελέησόν με».
Ταράχθηκε ο ασκητής πιστεύοντας, ότι 30 τόσα χρόνια έκανε κακό στη ψυχή του και ξέσπασε σε κλάμματα ικετεύοντας τον επίσκοπο να τον μάθει να λέει σωστά την προσευχή. Κι εκείνος με δέος προσπάθησε για αρκετή ώρα να του «στρώσει» τη γλώσσα στο να λέει «Κύριε, ελέησόν με».

Φεύγοντας ο επίσκοπος τον συνόδευσε ο ασκητής μέχρι την ακροθαλασσιά, επαναλαμβάνοντας μαζί του το «Κύριε, ελέησόν με», για να μην το ξεχάσει.
Το καράβι έφυγε και ο ασκητής το παρακολουθούσε με το βλέμμα του λέγοντας συνεχώς «Κύριε, ελέησόν με».
Δεν πέρασαν πέντε λεπτά και ο ερημίτης ξέχασε το «Κύριε, ελέησόν με», σάστισε και ζαλίστηκε!!!
- Και τώρα τι θα γίνω; και ξέσπασε σε δάκρυα.

Στην απελπισία του πετάει στην θάλασσα το κουρελιασμένο ράσο του και βαδίζει πάνω σε αυτό προς το καράβι.
-Φάντασμα, φάντασμα.! φώναζαν τρομαγμένοι οι ναύτες.
Με τις φωνές ανέβηκε ο δεσπότης στο κατάστρωμα και είδε τον ασκητ
ή να του φωνάζει:
- Τι να λέω; Τι να λέω δεσπότη μου;
Και εκείνος με συγκίνησι του απάντησε:
- Ότι έλεγες να λες παιδί μου! Αυτή είναι η καλύτερη προσευχή για την ψυχή σου. Συγχώρεσέ με και κάνε και για μένα ένα σταυρό!

Μητροπολίτου Χίου Παντελεήμονος Φωστίνη,
διασκευή από "Το βιβλίο της ζωής", τ. Α' Πειραιάς 1987, σελ. 25
Πρωτοπρεσβύτερου Στέφανου Κ. Αναγνωστόπουλου "Η «Ευχή» μέσα στον κόσμο"
Πειραιάς 2007 σελίδες 20-22